Στην Κρήτη, η πρώτη γνωστή επιδημία της εντοπίζεται χρονολογικά στην τριακονταετία 711-740 μ.Χ., κατά την περίοδο αρχιερατείας του Ανδρέα Κρήτης. Μια επόμενη επιδημία ήταν εκείνη του έτους 749, οπότε είχε εισαχθεί από την Πελοπόννησο. Πολύ αργότερα, η επιδημία του έτους 1330 χτύπησε περισσότερο τον Χάνδακα και τα Χανιά, σε αντίθεση με την επομενη, της δεκαετίας 1340-1350, που ερήμωσε σχεδόν το Ρέθυμνο.
Η πανούκλα η πανούκλα, πανώλη στα ελληνικά, πανόγλα στην κρητική διάλεκτο, «μαύρος θάνατος» σε πολλές γλώσ- σες, είναι μια λοιμώδης νόσος που προκαλείται από τον βάκιλο του Γερσίν. Μεταδίδεται στον άνθρωπο από τσίμπημα ψύλλων που παρασιτούν, κατεξοχήν σε μαύρους αρουραίους, από τους οποίους και πήρε η λοί- μωξη τον χαρακτηρισμό της. Όλα δείχνουν ότι πανούκλα ήταν ο λοιμός που έπληξε την αρχαία αθήνα του Περικλή κατά τον 5ου π.Χ. αιώνα, κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Στην Κρήτη, η πρώτη γνωστή επιδημία της εντοπίζεται
χρονολογικά στην τριακονταετία 711-740 μ.Χ., κατά την περίοδο αρχιερατείας του Ανδρέα
Κρήτης. Μια επόμενη επιδημία ήταν εκείνη του έτους 749, οπότε είχε εισαχθεί από
την Πελοπόννησο. Πολύ αργότερα, η επιδημία του έτους 1330 χτύπησε περισσότερο
τον Χάνδακα και τα Χανιά, σε αντίθεση με την επομενη, της δεκαετίας 1340-1350,
που ερήμωσε σχεδόν το Ρέθυμνο. Ήταν τέτοια τα αποτελέσματά της, που η Βενετική
Γερουσία στις 18 Φεβρουαρίου 1350 χρειάστηκε να θεσπίσει την απαλλαγή των ξένων
που ήθελαν να εγκατασταθούν στην έρημη πόλη από το τέλος των 12 γροσίων, που
απαιτούνταν μέχρι τότε5 . η επόμενη επιδημία πανούκλας, του 1365, δεν ήταν από
τις χειρότερες, εκείνη του 1376, όμως, ερήμωσε την πρωτεύουσα του Βασιλείου της
κρήτης, σε βαθμό που η Βενετική δημοκρατία αναγκάστηκε να παραβεί τις αρχές
της, στην περίπτωση αυτή της βεβαίωσης των οφειλών προς το δημόσιο. Έτσι,
κάλεσε τους οφει- λέτες από την ενδοχώρα του νησιού, που μέχρι τότε κρύβονταν
για να μη συλληφθούν, να έρθουν με τις οικογένειές τους να κατοικήσουν την
πόλη, εξοφλώντας τα χρέη τους με δόσεις. η επόμενη επιδημία, του 1389, δεν είχε
σπουδαίες επιπτώσεις, σ’ αντίθεση με εκείνην που ακολούθησε το 1398, η οποία
αποδεκάτισε τις κρητικές πόλεις. δέκα χρόνια αργότερα, μια ακόμα επιδημία, που
ξεκίνησε από ένα πλοιάριο που είχε καταπλεύσει από την Κάρπαθο, είχε σε παγκρήτιο
επίπεδο 15.000 θύματα, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο δούκας της κρήτης,
Leonardο Trivisan. Επιδημίες σημειώθηκαν και το 1416- 1419, το 1456-1457, το
1465 και το 1521, με 26.000 νεκρούς η τελευταία. Μεσολάβησε μισός αιώνας
σχετικής ησυχίας, μέχρι που, το 1571, το ρέθυμνο συγκλονίστηκε από μία ακόμα
επιδημία. Όπως γινόταν συνήθως, οι ευγενείς της πόλης, λατίνοι και ορθόδοξοι
αδιακρίτως, έσπευσαν να την εγκαταλείψουν και να κρυφτούν στα υποστατικά τους,
στην ύπαιθρο. Όμως, εκείνη ακριβώς την περίοδο έκανε απόβαση και
λεηλατούσε την Κρήτη ο πειρατής Ουλούτζ Αλή
(εικόνα), μετέ- πειτα και ναύαρχος του τουρκικού στόλου, γνωστός ως κιλίτς
(ξίφος) Αλή. λίγο πριν φτάσει έξω από τα τείχη της πόλης, η φρουρά της
στασίασε, τη λεηλάτησε καταρχήν η ίδια και, κατόπιν, την εγκατέλειψε και
κατέφυγε κι αυτή στην ύπαιθρο. Έτσι, ο πειρατής βρήκε την πόλη έρημη και την
αποτελείωσε, καίγοντας σπίτια και ανασκάπτοντας εκκλησίες και τάφους.
Ο λαϊκός ποιητής απαθανάτισε με τους στίχους του την
περίσταση:
Κι
αρρώστησε όλος ο λαός, κι οι άρχοντες εκείνοι σχεδόν ότι εκινδύνευσε κανείς μην
απομείνει. Τόσο πολλοί απεθένασι που καν δεν τους εχώναν, πράγμα που δεν
εγίνηκε ποτέ εις τον αιώνα.
Την τριετία 1592-1595 μια άλλη επιδημία πανώλης
εξαπλώθηκε στο Ηράκλειο και σε 60 από τα χωριά του, σε σημείο που δημιουργήθηκε
εκκλησιαστικό πρόβλημα με τον δεύτερο γάμο ιερέων, που είχαν χάσει τις παπαδιές
τους. ακολούθησαν επιδημίες το 1611 και το 1646, κατά την περίοδο ακριβώς της
πολιορκίας του Ρεθύμνου από τα οθωμανικά στρατεύματα. την εποχή εκείνη, οι
πολιορκούμενοι έπεφταν αθρόα θύματα της πανούκλας, εξαιτίας και του
συγχρωτισμού τόσου πληθυσμού στον περιορισμένο τειχισμένο χώρο. Οι Ρεθεμνιώτες,
αδυνατώντας να θάψουν τους νεκρούς τους στο εκτός των τειχών κοιμητήριο,
αναγκάζονταν να το κάνουν σε δημόσιους χώρους, ακόμη και στο δάπεδο των
εκκλησιών. Έτσι, κατά τις σχετικά πρόσφατες εργασίες ανακαίνισης του ναού του
αγίου Φραγκίσκου, προκειμένου να στεγάσει την Προσωρινή Έκθεση του
αρχαιολογικού Μουσείου, αποκαλύφθηκε στο δάπεδό του πλήθος ταφών, οι οποίες είναι
πολύ πιθανόν να πραγματοποιήθηκαν σ’ αυτή ακριβώς την περίσταση .
Η επιδημία
συνεχίστηκε βέβαια και μετά την πτώση της πόλης στα χέρια των οθωμανικών
στρατευμάτων και στη δεύτερη πολιορκία, αυτή της Φορτέτζας, όπου κατέφυγε η
φρουρά και ο πληθυσμός. τότε ήταν που τα θύματα, αντί να θάβονται, έστω και
πρόχειρα, πετούνταν, το ένα πάνω από το άλλο, μπροστά από τις πύλες του
φρουρίου, με σκοπό και την αποτροπή της προσέγγισης των εχθρικών στρατευμάτων.
Ένας, μάλιστα, από τους λόγους που το φρούριο παραδόθηκε τόσο σύντομα ήταν
ακριβώς αυτή η επιδημία, που όμως δεν είχε την ανάλογη διάδοση στα οθωμανικά
στρατεύματα . Οπωσδήποτε, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ως προστάτης του Ρεθύμνου
από την πανδημία θεωρούνταν ο σπηλαιώδης ναός στο δυτικό πρανές του λόφου της
Φορτέτζας, αρχικά αφιερωμένος μάλλον στην αγία Άννα και αργότερα στον Άγιο Σπυρίδωνα.
ακόμα κι όταν, κατά τον 18ο και ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, μειωνόταν
σταδιακά ο κίνδυνος της πανούκλας και ο ναός δεν αποδόθηκε στους χριστιανούς
της πόλης, καταλήγοντας σ’ απλό εικονοστάσι, οι Ρεθεμνιώτες δεν παρέλειπαν να
επικαλούνται τη χάρη του, με το δίστιχο που αναφέρει ο δικηγόρος Μιχάλης Παπαδάκης:
Άγιε μου Σπυρίδωνα, απού ’σαι στσοι κορφούς,
ξεμίστευγέ μας ούλους, μεγάλους και μικρούς.
Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, η
μεγαλύτερη επιδημία πανώλης που σημειώθηκε ήταν της εικοσαετίας 1817-1839, την
περίοδο ουσιαστικά της επανάστασης του 1821. Τότε, μέσα στα τείχη του ρεθύμνου
είχε καταφύγει μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της υπαίθρου. η
επιδημία πήρε μεγάλες διαστάσεις, με θύμα, μεταξύ άλλων, τον επίσκοπο Αυλοποτάμου
Γεδεών.
Μετά το 1822, και ιδιαίτερα μετά το 1825,
«φούντωσε», τόσο, που ο λαϊκός ποιητής απαθανάτισε:
Στα χίλια οχτακόσα εικοσιπέντε, κακιά κι
αμάχη πιάσαν οι αφέντες. Ο χάρος κι η πανώγλα το μαθαίνει, στσοι δέκα του
δικέμπρη κατεβαίνει. Μόνο δεν παίρνει γράδες, γεροντάδες, μον’ παίρνει
παλικάρια και κεράδες.
Το 1899 ξέσπασε επιδημία πανώλης στην αφρική, οπότε
απαγορεύτηκε η προσόρμιση στο ρέθυμνο των πλοίων που έρχονταν από την
αλεξάνδρεια, απαγόρευση που επεκτάθηκε και στα πλοία που είχαν απο- πλεύσει από
προορισμούς πέριξ της Ερυθράς θάλασσας, του Περσικού κόλπου και της Ινδίας. Όσο
για τα πλοία που προέρχονταν από της ευρωπαϊκές χώρες, Γαλλία, Αυστρία και Ιταλία,
αυτά μπορούσαν να ελευθεροκοινωνούν με το Ρέθυμνο, από αυστηρή ιατρική επίβλεψη.
Ως τελευταία επιδημία πανούκλας μπορεί να θεωρηθεί
εκείνη του έτους 1920, οπότε οι επικοινωνίες με τα Χανιά και το Ηράκλειο
διακόπηκαν. Το Ρέθυμνο, στο οποίο περιορίστηκε τελικά το πρόβλημα, μπήκε σε
καραντίνα και οι κάτοικοί του κλήθηκαν σε υποχρεωτικό εμβολιασμό .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου