Επιμέλεια κειμένου Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Το εσωτερικό του προεδρικού μεγάρου φρουρούν βρακοφόροι.
Η ταυτότητα του κάθε λαού και φυσικά κάθε τόπου συνθέτετε από διάφορα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά με αποτέλεσμα η αρχή τους να χάνεται στα βάθη των αιώνων. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά είναι τα ήθη και τα έθιμα του, οι θρύλοι και οι παραδόσεις του, η ντοπιολαλιά, και φυσικά η ενδυμασία του η οποία διαμορφώνεται ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, την εδαφική μορφολογία του, τις εθνικές του περιπέτειες και σίγουρα τις επιδράσεις που δέχτηκε στην ιστορική του πορεία. Η φορεσιά των κατοίκων της Κρήτης, κυρίως η ανδρική, είναι ξεχωριστή εντελώς και δεν είναι τυχαίο που η βράκα μαζί με τη φουστανέλα καλύπτουν ενδυματολογικά ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο.
Προέλευση της βράκας;
Οι Κρητικοί μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Βενετούς, και για δυο περίπου αιώνες, συνεχίζουν να φορούν το βυζαντινό «στιχάριο», (μακρύ ριχτό ρούχο μέχρι σχεδόν τους αστράγαλους για τους πιο μεγάλους ενώ οι νεότεροι στην ηλικία φορούν ρούχο πάνω από το γόνατο με ζώνη στη μέση και τη χαρακτηριστική κάλτσα από κάτω) κι αυτό αποδυκνείεται από εκθέσεις Βενετών Προβλεπτών, Κρητικά κείμενα και, κυρίως, από τοιχογραφημένες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες.
Με την πάροδο όμως του χρόνου οι Κρητικοί , είτε ακολουθώντας το νέο ρεύμα ή και κατόπιν διαταγών, άρχισαν να ντύνονται σύμφωνα με τη βενετσιάνικη μόδα ανάλογα πάντα ά με την τάξη που ανήκαν και το και το επάγγελμα που εξασκούσαν.
Αυτά ββαια, όσον αφορά στους εύπορους και τους αξιωματούχους, γιατί οι αγρότες και γενικά οι κάτοικοι της υπαίθρου που έπασχαν οικονομικά από την αφαίμαξη των Βενετών είχαν καταντήσει κουρελήδες και ο καθένας ντυνόταν με ότι έβρισκε ίσα για να καλύψει τη γύμνια του.
Αυτή ήταν η Κρητική ενδυμασία μέχρι το μισό περίπου του 16ου αιώνα. που κάνει την εμφάνιση της η βράκα η οποία- με κάποιες διαφοροποιήσεις- έμελε να αποτελέσει το επίσημο ένδυμα του Κρητικού για τους επόμενους αιώνες και να διατηρηθεί σχεδόν μέχρι τις μέρες μας;
Από πού ήρθε όμως η βράκα;
Τον 16ο αιώνα, οι Μπαρμπαρέζοι πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο φορούσαν ένα είδος βράκας που συνοδευόταν από γιλέκο, φέσι με ή χωρίς σαρίκι, φαρδιά ζώνη και χαμηλές μπότες. Οι Κρητικοί λοιπόν ναυτικοί, σαν ιδιώτες ή σαν αγκαρευόμενοι στα βενετσιάνικα πλοία αναγκάζονταν πολλές φορές να φορούν ρούχα όμοια με των πειρατών ώστε αυτοί να τους μπερδεύουν και μέχρι να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα τους οι ναυτικοί να έχουν απομακρυνθεί από τους πειρατές.
Είναι ωστόσο λογικό σε εποχές μεγάλης οικονομικής δυστυχίας για τους φτωχούς χωρικούς της Κρήτης, μη έχοντας άλλο ρούχο να φορέσουν να συνεχίζουν να φοράνε το ναυτικό τούτο ένδυμα και μετά την αποστράτευσή τους από τα καράβια, με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών.
Έτσι καθιερώθηκε η βράκα σαν επίσημο ένδυμα των Κρητικών και συνεχίστηκε να φοριέται έως και τις αρχές του 20ου που άρχισε να εξαφανίζεται για δυο λόγους:
Πρώτον επειδή τότε είχε ξεκινήσει το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και για να φτάσει κανείς ως εκεί έπρεπε να αποβάλλει τη βράκα και δεύτερον γιατί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Κρητικοί άρχισαν σιγά- σιγά να αντικαθιστούν τη βράκα με την κυλότα η επίδραση της οποίας προέρχεται από τους ιππείς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων.
Η κυλότα μπαίνει μέσα στα στιβάνια (ψηλή μπότα) και συνδυάζεται με πουκάμισο, γελέκο, μεϊτάνι, πλατιά υφαντή ζώνη και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως αυτό το τύπο φορεσιάς έβαλε και ο Ελευθέριος . Βενιζέλος στο κίνημα του Θερίσου το 1905 όπως επίσης και ότι κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, το Σώμα της Χωροφυλακής καθώς και οι Καβάσηδες, η προσωπική δηλαδή φρουρά του πρίγκιπα Γεωργίου, ήταν ντυμένοι με τη φορεσιά της Κρήτης. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι μετά το 1913 που έγινε η επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα η παραδοσιακή Κρητική φορεσιά της Κρητικής Χωροφυλακής καθιερώθηκε ως η δεύτερη επίσημη ενδυμασία της ανακτορικής φρουράς κι έτσι έχει παραμείνει ως και σήμερα όπου η μισή προεδρική φρουρά φοράει τη φουστανέλα και η άλλη μισή τη βράκα, το εσωτερικό δε του προεδρικού μεγάρου φρουρούν βρακοφόροι.
Μια απλοποιημένη μορφή τούτης της ενδυμασίας αποτελεί ο συνδυασμός κυλότα, πουκάμισο, μαύρο μαντήλι και στιβάνια, ενδυμασία που φορέθηκε πολύ κατά την περίοδο της εθνικής αντίστασης και που σώζεται ακόμα σε μερικά, ορεινά κυρίως, χωριά της Κρήτης . .
Σήμερα, η Κρητική παραδοσιακή φορεσιά λόγω κόστους, αλλά κυρίως λόγω μόδας
τείνει να γίνει μουσειακό είδος. Οι μόνοι που τη φορούν ακόμη είναι οι χορευτές
των παραδοσιακών συγκροτημάτων στους χορούς και στις παρελάσεις.
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
Η γυναίκα της Κρήτης συνεχίζει να φορά το βυζαντινό ένδυμα και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς, και μέχρι περίπου την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, το οποίο αποτελείται από δύο ιμάτια με μανδύα και τυμπάνιον στο κεφάλι.
Οι απλές γυναίκες της υπαίθρου φορούσαν τα ίδια ρούχα, κατώτερης όμως ποιότητας και στη μέση μια ποδιά, το «προσέργιον.»
Συνηθισμένο ήταν ακόμα και το «σακοφίστανο» (ζακέτα και φούστα), που μαζί με την ποδιά, φοριέται ακόμα και σήμερα από υπερήλικες γυναίκες σε απομακρυσμένα χωριά του νησιού.
Από το τέλος όμως του 15ου αιώνα και μετά το ρεύμα σπρώχνει προς την ιταλική μόδα και την εύπορη χωρική της Κρήτης η οποία ακολουθεί τις συνήθειες της Κρητικής αστής που ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα της Βενετίας.
Η είσοδος της ανδρικής βράκας στην Κρήτη, επηρέασε και τη γυναικεία φορεσιά
κι οι νέες κοπέλες δανείστηκαν από τους
άνδρες το «μεϊτάνι» το οποίο ονόμασαν «ζιπόνι» κι όταν άρχισαν να το κεντούν με χρυσές κλωστές μετονομάστηκε σε «χρυσοζίπονο»
Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καταπληκτική ομοιότητα του ζιπονιού, που αφήνει
το στήθος ανοικτό, με το «περικόρμιο»
των γυναικών της Κνωσού.
Το «ζιπόνι» στην αρχή ήταν κοντό και φορέθηκε πάνω από το φόρεμα κι αργότερα, το 17ο αιώνα, το φόρεμα χωρίστηκε σε «επανωκόρμι»και φούστα..
Το «επανωκόρμι» σιγά- σιγά αποσύρεται και αντικαθίσταται από το «κεντημένο πουκάμισο» και με τον καιρό η φορεσιά συμπληρώνεται από τη «διακοσμητική ποδιά» κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου