Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Οι τραγικές μέρες που η επανάσταση του Δασκαλογιάννη πνίγονταν στο αίμα και ο μεγάλος εθνομάρτυρας αγωνιστής γδέρνονταν ζωντανός στην ομώνυμη σήμερα πλατεία του Μ. Κάστρου, σημαδεύουν την γέννηση του Δημήτρη Βαρούχα μιας μεγάλης μορφής που έμελλε να στηρίξει ψυχικά τον Ελληνισμό της Κρήτης μια δεκαετία περίπου πριν το μεγάλο ξεσηκωμό.
Ο θρύλος , συνδεδεμένος έντονα με τον ηρωισμό και την ψυχική δύναμη που μετέδωσε αυτή η μεγάλη μορφή στον λαό, δεν άφησαν περιθώρια να μείνει στην μνήμη του η χρονιά της γέννησης του.
Τέσσερις αριθμοί καθορίζουν το έτος που είδε το φως του ήλιου ο Λόγιος Χαίνης: 1766, 1770, 1771, και 1781. Από αυτές μάλλον πρέπει να αποκλειστεί το 1781 μια κι αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας πως σκοτώθηκε το 1881, δεν είναι δυνατόν να ξενιτεύτηκε, να σπούδασε, να γύρισε από την ξενιτιά, να καταξιώθηκε στο επάγγελμα του γιατρού, να ανάπτυξε χαίνικη δράση και να τέλειωσε την ζωή του τριάντα χρονών.
Ο χρόνος είναι πολύ λίγος για όλα αυτά οπότε σαν πιθανότερη χρονιά της γέννησης του πρέπει να αποδεχτούμε το 1771.
Το 1771 λοιπόν, μερικά χιλιόμετρα μόλις έξω από το Ηράκλειο, στον Άγιο Θωμά, ή στην μινωική ή αρχαιοελληνική Πάννονα. ( έτσι λέγονταν ο Άγιος Θωμάς μια και είναι χωριό με ιστορία χιλιετηρίδων που την αποδεικνύουν δύο αρχαιοελληνικές επιγραφές στην είσοδο λαξευτού σπηλαίου από τα αρκετά που υπάρχουν εκεί και που πρέπει να ήταν τάφοι) γεννιέται ο Δημήτριος, γιος του παπά Ιωάννη Βαρούχα και της Αικατερίνης Μαριδάκη.
Από την γενιά της μάνας του η παράδοση τον θέλει να ανήκει στην γενιά των Μαρήδων που ήταν μια από τις μεγαλύτερες οικογένειες στον Άγιο Θωμά και στα κατοπινά χρόνια έδωσε στον τόπο αξιόλογους αγωνιστές και πολιτικούς ενώ οι Βαρούχες, από την μεριά του πατέρα του, ήταν μια μεγάλη αρχοντική οικογένεια του Βυζαντίου, από τις 12 που στάλθηκαν την εποχή του Αλεξίου Κομνηνού του Β΄ στην Κρήτη σαν έποικοι.
Η γέννηση του λοιπόν μέσα σε μια τέτοια οικογένεια θα προδιέγραφε το μέλλον του λαμπρό , αν ο θάνατος του πατέρα του από Τούρκο γενίτσαρο δεν προλάβαινε να το αμαυρώσει στο ξεκίνημα του κάνοντας τα δεινά στο σπίτι των Βαρουχών να πέσουν μαζεμένα.
Προστάτης του τώρα πια γίνεται ο αδερφός του πατέρα του, Ιερόθεος που μέχρι τότε ήταν καλόγερος στις μονή των Απεζανών, και που για να προστατέψει τον εαυτό του και τον μικρό Δημήτρη από την μανία των γενιτσάρων, τον παίρνει λίγο αργότερα και φεύγουν στην Ιταλία αρχικά, στην Τεργέστη κατόπιν και στην συνέχεια στην Πάδοβα. Εκεί ο Δημήτρης Βαρούχας θα δουλέψει για ένα διάστημα σε φαρμακείο για να μάθει ην τέχνη του φαρμακοποιού και μεγαλώνοντας στην συνέχεια θα σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας.
Άνδρας ώριμος πια, σπουδαγμένος, σοφός, θα κατέβει στον τόπο του για να προσφέρει τις γνώσεις που απέκτησε στην Ιταλία. Στα χρόνια που ακολουθούν την επιστροφή του, θα καθιερωθεί σε κάθε ανθρώπινη συνείδηση όχι μόνο για τις γνώσεις του, πράγμα πολύ σπάνιο στην εποχή του, αλλά και για την αγάπη του για τον πάσχοντα συνάνθρωπο του, ραγιά μα και Τούρκο.
Πολύ γρήγορα γίνεται ο δάσκαλος Δημητράκης ο λόγιος, καμάρι και παρηγοριά για κάθε καταπιεσμένο ραγιά. Τα από γεννήσεως φιλελεύθερα συναισθήματα του είχαν αναπτερωθεί από τις μελέτες αρχαίων συγγραφέων και μάλιστα του Πλούταρχου και του Ηρόδοτου καθώς επίσης και από τα νάματα της Γαλλικής επανάστασης.
Η ψυχή αυτή του Πλούταρχου και του Ηρόδοτου λοιπόν που από τις ρίζες της διαπιστώνει το αδούλωτο πνεύμα της, η αδικημένη κληρονόμα ψυχή των αγώνων του Δασκαλογιάννη, είναι δυνατόν να υπομείνει και να ανεχτεί την ραγιαδίστικη νοοτροπία της εποχής που επικρατεί;
Μα κι αν ακόμα προς στιγμήν υπομείνει, έως πότε είναι δυνατόν να αντέξει την αβάσταχτη καταπίεση του γενίτσαρου και την υποταγή.
Ο δάσκαλος Δημητράκης ο λόγιος, όπως αποκαλείτο πλέον από ραγιάδες και Τούρκους, απέκτησε όλα τα μέτρα και τα σταθμά βάση των οποίων θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε κοινός νους να μετρήσει μια ευτυχισμένη ζωή και η οποιαδήποτε κοινή ψυχή να επαναπαυτεί στην μακαριότητα τους.
Έκανε οικογένεια, απέκτησε περιουσία και οικονομική άνεση εξασκώντας το επάγγελμα του γιατρού, εκτίμηση και σεβασμό από την κοινωνία στην οποία ζούσε, όμως η φιλελεύθερη ψυχή του δεν κατάφερε να συμβιβαστεί με την ανισότητα, την καταπίεση και την αδικία που ασκούνταν κατά κόρον στους ομόθρησκους του
Η αφορμή για την χαίνικη δράση του Λόγιου και η άμεση σύγκρουση του με το γενιτσαρισμό θα δοθεί από τους γενίτσαρους του Αξεδιού (Δίπλα στον Άγιο Θωμά, τον τόπο γέννησης του Λογίου, υπήρχε ένα χωριό, το Αξέδι.
Οι κάτοικοι του προσχώρησαν ομαδικά στον Μωαμεθανισμό κι έγιναν οι πιο αιμοβόροι γενίτσαροι όχι μόνο στο Μονοφάτσι αλλά και ολόκλήρης της Κρήτης.
Το χωριό Αξέδι δεν υπάρχει σήμερα, υπάρχουν μόνο τα χαλάσματα του σαν μάρτυρες ότι έζησαν κάποτε εκεί άνθρωποι που η ύπαρξη τους δεν συμβολίζει τίποτε περισσότερο από αυτό που συμβολίζουν οι λέξεις βία και καταπίεση..)
Ένας από τους γενίτσαρους του χωριού αυτού λοιπόν, ο Τσινιαλής, φιλοξενήθηκε ένα βράδυ του 1809 στον Άγιο Θωμά από τον Δημήτρη Κοσμαδάκη, γαμπρό του Λογίου.
Γυρνώντας στο σπίτι του στο Αξέδι ο Τσινιαλής παρατήρησε την γυναίκα του γιατί δεν ήταν τόσο νοικοκυρά όσο η Κοσμαδάκαινα και οι Αηθωμιανές και κείνη για να εκδικηθεί πείθει τον γιο της Δερβίση να σκοτώσει τον Κοσμαδάκη.
Πράγμα που αυτός το έκανε και μάλιστα όπως λέει η παράδοση μέσα στο ίδιο το σπίτι που είχε φιλοξενηθεί ο πατέρας του. Η τραγικότητα της κηδείας του άτυχου άνδρα έκλεισε με την υπόσχεση του Λογίου την ώρα που τον κατέβαζαν στον τάφο πως θα εκδικηθεί όχι μόνο για τον δικό του σκοτωμό αλλά και για το σκοτωμό του πατέρα του που είχε συμβεί όταν αυτός ήταν παιδί ακόμα.
Στο άκουσμα της υπόσχεσης που θα είχε και πάνω τους αντίκτυπο τον «φόρο αίματος» που πλήρωναν τότε σε κάθε επαναστατικό ξεσηκωμό οι χριστιανοί, οι χωριανοί του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν νομίζοντας πως τρελάθηκε μια και πράγματι εκείνη την εποχή μόνο ένας τρελός, ένας «κουζουλός» θα μπορούσε να αποφασίσει να τα βάλει με ένα γενίτσαρο και μάλιστα γενίτσαρο από το Αξέδι.
Και ο Λόγιος στο φόβο τους απαντά:
«Εγώ τ΄ αφήνω όλα. Πλούτο, ευτυχία, αγαθά, τιμές γιατί δεν βαστά η ψυχή μου να μην εκδικηθώ. Από μικρός κρατώ το μίσος φυλαγμένο για τον άδικο θάνατο του πατέρα μου και ήρθε η στιγμή να τον εκδικηθώ μαζί με τον θάνατο του κουνιάδου μου. Όμως θα προσπαθήσω να το κάνω μακριά από το χωριό για να μη πληρώσετε εσείς το ντιγιέτι.(φόρο αίματος)»
Κατά τον ιστορικόν την εκδίκηση του ο Λόγιος την αποτελείωσε όταν «.. μεταβάς εις τον τάφο του γαμβρού του επιθέτει την κεφαλήν του εχθρού ως άλλος Αχιλεύς εκδικούμενος και πίνων οίνον σπεύδει επί της πλακός ήτις εκάλυπτε τον αθώον Κοσμαδάκην..»
Έτσι λοιπόν αρχίζει η χαίνικη ζωή του Λογίου σε μια εποχή που όπως λέει ο Μουρέλλος « ο σκοτωμός του πρωτοπαλίκαρου των Αξεδιανών σε καιρούς που ένας κακότουρκος μπορούσε να βάλει μπρος του εκατό Ρωμιούς και να τους δέρνει σαν ζώα χωρίς να έχουν δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν, τους εξευτιλίζει σε βαθμό απίστευτο..».
Ο Λόγιος αντιτάσσει σε αυτές τις φριχτές αντιξοότητες την τόλμη του, την αδούλωτη ψυχή του, την αγάπη του και την εμπιστοσύνη που είχε ο ραγιάς στον γιατρό και τον δάσκαλο, και τέλος την αφάνταστη γρηγοράδα των κάτω άκρων του που η παράδοση λέει πως: « σε μια νύχτα πήγαινε και γυρνούσε στα Σφακιά με τα πόδια…»
Αποτέλεσμα όλων αυτών των προσπαθειών του η μέχρι τότε απόλυτη κυριαρχία των γενιτσάρων να αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται παρελθόν..
Ο θάνατος βρήκε το Λόγιο με το χέρι στο όπλο «επί σκοπόν» την νύχτα της 6ης Μαρτίου του 1811 σε ηλικία μόλις σαράντα χρονών, και όταν μετά από συνεχή και σκληρή δράση για την απελευθέρωση των ομόθρησκων του από το μαρτύριο του γενιτσαρισμού, είχε βάλει σαν σκοπό της ζωής του να καθαρίσει και την Μεσσαρά από τον μεγαλύτερο καταπιεστή της, τον γενίτσαρο Αγριολίδη.
Λέγεται ότι η εικόνα του Λόγιου , που μετά την αποτυχία της προδομένης επιχείρησης πέθανε μόνος και αβοήθητος από ακατάσχετη αιμορραγία, ήταν τόσο φοβερή που ακόμα και νεκρός έτρεψε σε φυγή τους Τούρκους που βγήκαν σαν ξημέρωσε έξω από τον πύργο του Αγριολίδη χωρίς να τολμούν να τον πλησιάσουν.
Όταν πλέον βεβαιώθηκαν ότι δεν μπορούσε να τους κάνει κακό, έκοψαν το κεφάλι του και με συνοδεία το έστειλαν στο Μ. Κάστρο όπου και παρέμεινε κρεμασμένο για αρκετές μέρες στο πλάτανο του Τζαμιού της Βαλιδές και κατόπιν ταριχευμένο το έστειλαν σαν τρόπαιο της νίκης τους στην Πόλη.
Το ακέφαλο σώμα του παρέμεινε κι αυτό έως αποσύνθεσης κρεμασμένο κάτω από μια αχλαδιά στο σημείο που σκοτώθηκε, και κατόπιν τάφηκε πρόχειρα εκεί ακριβώς.
Πολλά χρόνια μετά ο τάφος ευπρεπίστηκε από τον πολιτευτή Μιχάλη Πολυχρονάκη, από το χωριό Βόρρους, και είναι ο απλός τάφος, που κρυμμένος ελαφρώς ανάμεσα σε κάποια αμπέλια,υπάρχει έως και σήμερα στον κεντρικό δρόμο της Μεσσαράς, μεταξύ Καλυβιανής και Φαιστού.
Η οικογένεια του Λογίου, η γυναίκα του και οι δυο του γιοι, από τα Σφακιά που είχαν βρει καταφύγιο όσο ζούσε αυτός, μετά τον θάνατο του πήραν το δρόμο της εξορίας, αρχικά στην Σάμο και μετά στην Πόλη.Ο ένας του γιος θα παραμείνει στη Πόλη κι ο άλλος αργότερα θα επιστρέψει στον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας του. Από αυτόν κατάγονται οι σημερινοί Λογιάδηδες του Μ. Κάστρου, του Αγίου Θωμά και της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου