Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Η Κρήτη είναι μια από τις λίγες Ελληνικές περιοχές που ακόμα και σήμερα συντηρεί μια πλούσια και ακμαία μουσική παράδοση της οποίας οι ρίζες περνούν μέσα από τη Τουρκοκρατία, τη Βενετοκρατία, το Βυζάντιο και φτάνουν ως τη κλασική αρχαιότητα.
Υπάρχουν πολλές διάσπαρτες μαρτυρίες σε αρχαία Ελληνικά, μα και σε
λατινικά, κείμενα που βεβαιώνουν, όπως παρατηρεί και ο καθηγητής Νίκος
Παναγιωτάκης, ότι η μουσική και ο χορός γεννήθηκαν στη Κρήτη όπως επίσης
ότι και οι Κρητικοί είχαν αναπτύξει μια αξιόλογη μουσική παράδοση που από αυτήν
επηρεάστηκαν και πολλές άλλες περιοχές.
Οι πληροφορίες που υπάρχουν για την εξέλιξη της
κρητικής μουσικής από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μέχρι την εποχή της
Βενετοκρατίας,
μας δίνουν το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι οι
καταβολές της ξεκινούν από πολύ παλιά, από την πλούσια μουσική παράδοση της
Αρχαιότητας, αφού εξάλλου είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι η παρουσία
ιθαγενών ελληνόφωνων πληθυσμών στη Κρήτη, υπήρξε συνεχής και αδιάλειπτη.
Η Κρητική, μουσική παράδοση μέσα από τη πορεία των αιώνων.
Κατά την εποχή της Βενετοκρατίας στη Κρήτη, η οποία σημειωτέον
είναι μια από τις πιο σημαντικές περιόδους όχι μόνο για το νησί αλλά και
για ολόκληρο τον Ελληνισμό, οι Φράγκοι, οι Γενοβέζοι και οι Βενετσιάνοι.
καταλαμβάνοντας όλο σχεδόν το Αιγαίο μετά τις Σταυροφορίες, εκτός των
άλλων έφεραν μαζί τους μουσικές και ποιητικές φόρμες όπως η ρίμα, χορούς
όπως ο μπάλος και μουσικά όργανα όπως το βιολί που θα παίξει κι αυτό σημαντικό
ρόλο στην κρητική μουσική.
Ιδρύονται τότε σχολές εκκλησιαστικής μουσικής όχι μόνο
στους καθολικούς ναούς αλλά και σε πολλούς ορθόδοξους ενώ παράλληλα με την
εκκλησιαστική αναπτύσσεται και η κοσμική μουσική η οποία συνοδεύει τις πομπές,
τις λιτανείες και τις τελετές στις αυλές των δόγηδων όπως επίσης και στις
διασκεδάσεις των απλών ανθρώπων.
Τα τραγούδια που ακούγονται είναι άλλοτε παραδοσιακά και
άλλοτε του συρμού (μαδριγάλια, ναπολιτάνες και άλλα είδη ελαφράς
μουσικής) που φτάνουν στην Κρήτη με κάποια πιθανή καθυστέρηση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε ο κορυφαίος Κρητικός
μουσικοσυνθέτης της εποχής Φραγκίσκος Λεονταρίτης (1581-1672) ενώ τον ίδιο
αιώνα εμφανίζονται στη Κρήτη και πολλοί άλλοι, νέοι μελοποιοί όπως
οι αδελφοί Επισκόπουλοι, ο Κοσμάς Βαράνης, ο Δημήτρης Ντάμιας και άλλοι που
συμβάλλουν όχι μόνο στην συνέχιση αλλά και στην ανανέωση της
εκκλησιαστικής μουσικής.
Μέγιστη σημασία όμως στη μουσική παράδοση της Κρήτης θα παίξει
η επικράτηση της ρίμας η οποία, όπως είπαμε, εμφανίστηκε στα
τέλη του 14ου αιώνα στην έντεχνη ποίηση του νησιού και αφομοιώθηκε τελικά από
το ντόπιο στοιχείο συνδυαζόμενη όμως δημιουργικά με τον ιαμβικό,
δεκαπεντασύλλαβο ελληνικό στίχο που υπήρχε ήδη από τον Αριστοφάνη.
Ο συνδυασμός αυτός είναι η γνωστή σε όλους Κρητική μαντινάδα που
συνεχίζει να αποτελεί έως ακόμα και σήμερα ένα από τους σημαντικότερους τρόπους
καλλιτεχνικής έκφρασης του κρητικού λαού.
Την ίδια περίπου εποχή, γύρω στον 170 αιώνα δηλαδή,
γράφτηκαν και τα παλιότερα μουσικά κείμενα που έχουν σωθεί, χειρόγραφα των
οποίων βρέθηκαν στο Άγιο Όρος, στις μονές Ιβήρων και Ξηροποτάμου.
Η μελέτη τους οδήγησε στο συμπέρασμα πως μάλλον πρόκειται για
ριζίτικα τραγούδια, που υπάρχουν ακόμα και σήμερα στο νησί, και το πιθανότερο
καταγράφτηκαν από κρητικούς καλογέρους-είναι γνωστό άλλωστε πως κάποτε ,
όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σε πολλά ακόμα νησιά, οι ψάλτες και οι
παπάδες ήταν απ τους καλύτερους τραγουδιστές δημοτικών τραγουδιών- καθώς
τα συγκεκριμένα χειρόγραφα βρέθηκαν ανάμεσα σε θρησκευτικούς ύμνους
και τροπάρια έχοντας πάνω τους τη σημείωση: «έτερα τα οποία λέγονται εις
ευθυμίαν και χαράν.»
Το 1669 όμως πέφτει στα χέρια των Τούρκων και το
τελευταίο οχυρό που ως τότε βρίσκονταν ελεύθερο, το Ηράκλειο,
και στη Κρήτη πλέον ξεκινά να βασιλεύει η σκληρή Οθωμανική
κυριαρχία.
Παρ΄ όλα αυτά όμως η κρητική μουσική δεν σταμάτησε να
ανθίζει αφού έστω και σαν λαός υπόδουλος και συρρικνωμένος, οι Κρητικοί
δεν έπαψαν λεπτό μέσα από το τραγούδι να ζουν και να διαφεντεύουν τη
γλώσσα και τη λαχτάρα τους για λευτεριά, και να υμνωδούν τη παλικαριά και
τις μεγάλες αξίες της ράτσας τους.
Είναι η εποχή που ζει ο μεγάλος μουσικοδιδάσκαλος Γεώργιος ο Κρης
αποδεικνύοντας με το μουσικό έργο του την βυζαντινή θρησκευτική παράδοση του
νησιού, ενώ παράλληλα η παρουσία της λύρας, του κυριότερου μουσικού οργάνου της
Κρήτης, αρχίζει από τον 17ο αιώνα κι έπειτα να γίνεται ολοένα
και πιο έντονη έως ότου εδραιώνεται τελικά τον 18ο αιώνα.
Στο εξής όμως, οι ιδιαίτερες δυσκολίες των κατοίκων και οι
ειδικές οικονομικό-κοινωνικές συνθήκες ζωής σε κάθε περιοχή, συντέλεσαν
στη δημιουργία μιας μεγάλης ποικιλίας οργανικών μελωδιών και τραγουδιών
ούτως ώστε να καλύπτουν όλες τις ανάγκες της κοινωνικής και
πνευματικής ζωής των ανθρώπων που τα έπλαθαν με αποτέλεσμα άλλα να
έχουν τοπική και άλλα παγκρήτια διάδοση.
Στη πρώτη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα ριζίτικα τραγούδια
της Δυτικής Κρήτης, με αρκετά εμφανές το ακριτικό στοιχείο ενώ στη
δεύτερη ανήκουν οι λεγόμενες ρίμες, και ιδίως οι μαντινάδες, καθώς
και η μουσική των παραδοσιακών χορών της Κρήτης όπως ο «συρτός» ο
«μαλεβιζιώτης» η «σούστα» και ο «πεντοζάλης».
Κρητικά, μουσικά, παραδοσιακά όργανα.
Τέσσερα είναι τα κυριότερα μουσικά όργανα που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για τις μελωδίες της αυθεντικής, παραδοσιακής κρητικής
μουσικής;
Η ΛΥΡΑ, το ΛΑΟΥΤΟ, το ΒΙΟΛΙ και το ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ, ενώ όργανα που
χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν όπως το ΜΠΟΥΛΓΑΡΙ, η ΑΣΚΟΜΑΝΤΟΥΡΑ, το
ΣΦΥΡΟΧΑΜΠΙΟΛΟ το ΝΤΑΟΥΛΙ και η ΒΙΟΛΟΛΥΡΑ σήμερα σπανίζουν.
Εδώ ίσως πρέπει να σημειωθεί πως μετά το 1970, πολλοί καλλιτέχνες
άρχισαν να χρησιμοποιούν ως δεύτερο συνοδευτικό όργανο της λύρας τους, εκτός
από το λαούτο, και τη κιθάρα.
ΛΥΡΑ: Οι ρίζες της λύρας κρατούν στη Κρήτη από την αρχαιότητα
έως και σήμερα που είναι το πιο αγαπητό και ευρύτερα διαδεδομένο,
μουσικό όργανο του νησιού.
Βέβαια, αρχικά δεν την συναντούμε με τη σημερινή της μορφή
αλλά σαν λύρα η αχλαδόσχημη κι αυτή σε δύο τύπους:
Το λυράκι με οξύ ήχο και τη βροντόλυρα με έντονο, μπάσο ήχο και
μεγάλο, βαθύ σκάφο ενώ σημαντικό χαρακτηριστικό πάνω στο δοξάρι της είναι
τα «γερακοκούδουνα» ( μικρά κουδούνια που κρέμαγαν στα κυνηγετικά
γεράκια στο Βυζάντιο) χάρη στα οποία οι λυράρηδες της εποχής κρατούσαν τον
ρυθμό μια και δεν είχαν άλλο συνοδευτικό όργανο όπως το μπουλγαρί ή το
λαούτο που άρχισαν να εμφανίζονται ως συνοδευτικά όργανα της λύρας
αργότερα.
ΒΙΟΛΟΛΥΡΑ: Είδος λύρας που έχει πολλά χαρακτηριστικά με το βιολί
κι αυτό οφείλονταν στη μεγάλη αποδοχή που είχε το βιολί στα χρόνια του
μεσοπολέμου από τους κατοίκους κυρίως της Ανατολικής Κρήτης.
Η βιολόλυρα προκατασκευάστηκε στη Κρήτη γύρω στο 1920 και
παίζονταν μέχρι και τη δεκαετία του 1940, σήμερα όμως σπανίζει.
Η ΛΥΡΑ η ΣΗΜΕΡΙΝΗ είναι η εξέλιξη της αχλαδόσχημης, ένας
ενδιάμεσος τύπος δηλαδή μεταξύ λυρακιού και βροντόλυρας που παίζεται σε
όλη τη Κρήτη από το 1950 που καθιερώθηκε. Πρωτοκατασκευάστηκε την
δεκαετία του 1940 από ένα παλιό λυράρη και οργανοποιό το Μανόλη Σταγάκη και
μάλιστα λέγεται ότι χάρη σε κάποια μυστικά που ξέρει μόνο αυτός οι
λύρες που φτιάχνει ξεχωρίζουν. Αυτή όμως η σύγχρονη μορφή της λύρας
δεν συνοδεύεται από τα γερακοκούδουνα του δοξαριού καθώς μετά το 1915 και την
έλευση των Μικρασιατών, το ρυθμό στη κρητική μουσική ανέλαβε να
κρατάει το μπουλγαρί και λίγο αργότερα το λαούτο.
ΛΑΟΥΤΟ ή ΛΑΓΟΥΤΟ: παίζεται σε ολόκληρη τη Κρήτη και
μετά τη λύρα είναι το πιο αγαπητό όργανο των κατοίκων του νησιού
Το σημερινό λαούτο είναι η συνέχεια της εξέλιξης του
αναγεννησιακού και η εμφάνιση του στη Κρήτη χρονολογείται από την
εποχή του Κορνάρου.
Στη πορεία της εξέλιξης του βέβαια υπέστη διάφορες
αλλαγές στο σκάφος και στο χέρι του για να μπορεί να αποδίδει
εντονότερο ήχο, άρχισε δε να παίζεται ως συνοδευτικό όργανο της λύρας ή
του βιολιού μετά το 1920 κυρίως όμως από τους κατοίκους της κεντρικής και
δυτικής Κρήτης. Σήμερα εκτός από μπάσο, συνοδευτικό όργανο παίζεται και ως σόλο
αποδίδοντας τέλεια της κρητικές μελωδίες
Βιολί: Είναι ένα όργανο με παγκόσμια απήχηση και στη
σημερινή του μορφή παίζεται εδώ και 400 χρόνια. Στη Κρήτη, κυρίως την
Ανατολική και τη Δυτική, είχε μεγάλη απήχηση μέχρι και τη περίοδο του
μεσοπολέμου, όμως μετά ο πόλεμο και την εμφάνιση των μεγάλων πρωτομαστόρων
λυράρηδων, άρχισε σιγά-σιγά να κυριαρχεί η λύρα με αποκορύφωμα της τις
δεκαετίες 60-70.
Παρόλο φυσικά που το βιολί παίζεται ακόμα και σήμερα από
πολλούς κατοίκους της και αναμφίβολα είναι από τα καλύτερα μουσικά όργανα, εν
τούτοις, η πορεία της λύρας στη πολύχρονη ιστορία της Κρητικής μουσικής
έδειξε αναμφίβολα ότι ξεχώρισε βάζοντας έντονα τη σφραγίδα του στη μουσική
συνείδηση του κρητικού λαού .
ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ: Ευρωπαϊκής προελεύσεως όργανο που στη Κρήτη κάνει
την εμφάνιση του την εποχή της Βενετοκρατίας έχοντας μεγάλη απήχηση
τουλάχιστον μέχρι την εποχή του μεσοπολέμου που το χρησιμοποιούσαν με
διάφορες παραλλαγές( μαντόλα) καθώς επίσης και ως συνοδευτικό όργανο της
λύρας και του βιολιού. Σήμερα παίζεται κυρίως ως συνοδευτικό όργανο.
ΜΠΟΥΛΓΑΡΙ: Η εμφάνιση του στη Κρήτη χρονολογείται περί
τα τέλη του 18ου αιώνα ενώ γενικεύτηκε μετά το 1915, με τον ερχομό των
Μικρασιατών. Παιζόταν κυρίως στο Ρέθυμνο στα χρόνια του μεσοπολέμου κι
έγινε δημοφιλές από το Στέλιο το Φουσταλιέρη. Θεωρείται όργανο της
οικογένειας του ελληνικού ταμπουρά και συγγενές με τον τζουρά,
σήμερα όμως σπανίζει στη Κρήτη
ΑΣΚΟΜΑΝΤΟΥΡΑ: Είναι το κατ’ εξοχήν ποιμενικό όργανο
και με την ονομασία άσκαυλος παιζόταν στη Κρήτη από την αρχαιότητα καθώς επίσης
και από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας των τελευταίων Ελληνικών πόλεων ενώ
αργότερα και από τους Ρωμαίους. Στο μοναστήρι του Αγίου Φανουρίου στο
Βαλσαμόνερο Ηρακλείου, υπάρχει εικόνα του 15ου αιώνα που αναπαριστά τον
ομώνυμο Άγιο να παίζει φλογέρα.
Η ασκομαντούρα παιζόταν στο νησί μέχρι και τη δεκαετία του
60 κυρίως από κατοίκους ορεινών περιοχών, σήμερα όμως σπανίζει.
ΣΦΥΡΟΧΑΜΠΙΟΛΟ ή ΘΙΑΜΠΟΛΙ: Όργανο της οικογένειας των
σουραβλιών και των φλογέρων, παίζεται από την αρχαιότητα στη Κρήτη και η
εμφάνιση του χρονολογείται από τον 3ο μ. Χ. αιώνα. Ήταν το αγαπημένο όργανο και
η συντροφιά των βοσκών της Μεγαλονήσου, το συναντάμε ακόμη και σήμερα αλλά
παίζεται μόνο από λίγους και κατά το πλείστον μεγάλης ηλικίας κατοίκους της
Κρήτης.
ΝΤΑΟΥΛΙ: Η εμφάνιση του στη Κρήτη, χρονολογείται από το 16ο αιώνα και παιζόταν κυρίως από τους κατοίκους της Ανατολικής Κρήτης που το
χρησιμοποιούσαν στους χορούς κυρίως ως συνοδευτικό όργανο
της λύρας ή του βιολιού μέχρι και τη δεκαετία του 60. Σήμερα
σπανίζει.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 19Ο ΈΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
Οι βάρδοι του πρωτοξεκινήματος:
Για τα μισά του δέκατου ένατου αιώνα μπορεί κανείς να διαπιστώσει
με βεβαιότητα πως στη Κρήτη υπάρχει ένας μουσικός οργασμός ενώ
δρόμοι και λεωφόροι έχουν ήδη ανοίξει για όλους τους επόμενους από τους
βάρδους του πρωτοξεκινήματος της κρητικής μουσικής.
Οι μεγάλοι αυτοί δημιουργοί με σειρά αρχαιότητας είναι:
Νίκος Κατσούλης ή Κουφιανός, λύρα, από το Κουφού Κυδωνίας
Χανίων 1877-1947
Γεώργιος Καντεράκης, λύρα, από τα Σελλιά Αποκορώνου Χανίων
1877-1963
Στρατής Καλογερίδης, βιολί, από τη Σητεία.1833-1960
Νικόλαος Χάρχαλης, βιολί, από τα Χαρχαλιανά Κισάμου Χανίων
1844-1974
Χαρίλαος Πιπεράκης, Λύρα, από το Ξηροστέρνι Αποκορώνου
Χανίων, 1888-1978
Γιώργης Μαριανός, βιολί, από τα Δραπανιανά Κισάμου
Χανίων-1891-1972
Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς, λύρα, από τα Περβόλια Ρεθύμνου
1893-1980
Μιχάλης Παπαδάκης ή Πλακιανός, λύρα, από τη Πλάκα Αποκορώνου
Χανίων 1903-1978
Αλέκος Καραβίτης, λύρα, από το Ακτούντα Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου
1904-1975
Γιάννης Δερμιτζάκης. Λύρα , βιολί, από τα Μαρωνιανά Σητείας,
1907-1984
Νίκος Σαριδάκης ή Μαύρος, βιολί, από το Σκουτελώνα Κισσάμου
Χανίων, 1910-1994
Ανδρέας Ροδινός, λύρα, Ρέθυμνο 1912-1934
Γιάννης Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης, λαγούτο, Ρέθυμνο, 1910-1972
Μανόλης Λαγουδάκης, λύρα, από τα Περιβόλια Ρεθύμνου
1910-1981
Στέλιος Φουσταλιέρης, μπουλγαρί, Ρέθυμνο 1911-1992
Γιώργης Κουτσουρέλης, λαγούτο, από το Καστέλι Κισσάμου Χανίων
1914-1994
Νίκος Παπαδογιάννης, λύρα, από την Αγιά Μυλοποτάμου Ρεθύμνου, 1916
Κώστας Παπαδάκης ή Ναύτης από το Καστέλι Κισσάμου Χανίων, 1920
Γιώργης Καλογρίδης, λύρα, από το Σπήλι Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου,
1923-1999
Μιχάλης Κουνελής, βιολί, από το Καστέλι Κισσάμου Χανίων, 1928-1999
Αθανάσιος Σκορδαλός, λύρα, από το Σπήλι Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου,
1920-1998
Κώστας Μουντάκης, λύρα, από τα Αλφά Ρεθύμνου, 1926- 1991.
Με τη προσπάθεια λοιπόν όλων αυτών των ανθρώπων, των οποίων η
μουσική πορεία αξίζει να σημειωθεί πως έχει πλέον περάσει στη σφαίρα του
θρύλου, η μουσική της Κρήτης εκτοξεύεται ειδικά δε μετά την
Γερμανική κατοχή που το ραδιόφωνο και η δισκογραφία είναι πλέον
πραγματικότητα.
Οι πρώτες ηχογραφήσεις της κρητικής μουσικής, παρά τις τεχνικές
αδυναμίες της εποχής, διασώζουν ακέραιο το ύφος των
προφορικών, μουσικών ακουσμάτων αλλά και την ιδιαιτερότητα μιας
ρομαντικής εποχής.
Παράλληλα, οι γάμοι, τα βαφτίσια, και γενικώς τα γλέντια,
λόγω προφανώς της ανθρώπινης ανάγκης για εκτόνωση μετά το τέλος της γερμανικής
κατοχής, συχνά βαστούν και μέρες ολόκληρες με αποτέλεσμα η
επικράτηση των μουσικών, παραδοσιακών ακουσμάτων, στο νησί να είναι
καθολική ενώ παράλληλα αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους τα πρώτα, κρητικά
κέντρα
Έτσι, για μια ολόκληρη τριαντακονταετία, 1950-1980,
η κρητική μουσική φτάνει στο απόγειο της κι όχι μόνο με τους
παραδοσιακούς ερμηνευτές αλλά και με μια νέα μουσική φόρμα που επιβάλει
για πρώτη φορά η φωνή ενός εκ των μεγαλυτέρων κρητικών ερμηνευτών, η φωνή του
Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος το 1969 φεύγει από τη Κρήτη, ανεβαίνει στην Αθήνα και
στη συνέχεια πρωταγωνιστεί στα μουσικά έργα ενός ήδη γνωστού, κρητικού επίσης
μουσικοσυνθέτη, του Ιεραπετρίτη Γιάννη Μαρκόπουλου.
Ο Νίκος Ξυλούρης, λανσάρει για πρώτη φορά ένα άλλο
είδος πιο έντεχνης μουσικής που ξεφεύγει μεν από τα στενά,
παραδοσιακά πρότυπα δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι παύει να διατηρεί το
έντονο κρητικό στοιχείο της. Κι άσχετα από το ότι πολλοί τότε τον χαρακτήρισαν
προδότη, όλη η υπόλοιπη Ελλάδα έχει άλλη γνώμη , αφού τα άγνωστα ως τότε
μουσικά ακούσματα της λύρα έχουν πλέον ξεπεράσει τα σύνορα
της Κρήτης κι έχουν εξαπλωθεί πανελλαδικά.
Η επιτυχία τεράστια και το Νίκο Ξυλούρη, ο οποίος πεθαίνει μόλις
σαράντα τεσσάρων χρονών, ακολουθεί ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης μια κι η
κρητογενής μουσική που έχουν αρχίσει πλέον να παίζουν οι έντεχνοι
λυράρηδες έχει γίνει λαοφιλής με αποτέλεσμα μεγάλα μουσικά έργα όπως
το «Χρονικό»,τα «Ριζίτικα», η «Ιθαγένεια» και άλλα, να ακολουθούνται από
μια μεγάλη σειρά συναυλιών στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο που έχει
ήδη έρθει σε επαφή με τη Κρήτη και τη μουσική της μέσα απ την
επιτυχημένη εμπορικά ταινία «Αλέξης Zορμπάς» έχοντας σχηματίσει ένα φανατικό
κοινό της.
Κι ενώ η επιτυχημένη, μουσική σκιά του δέκατου ένατου αιώνα
μοιάζει να διατηρείται ανέπαφη τουλάχιστον έως και τη δεκαετία του 1980 ,
το οικονομικό μπουμ που προκαλείται στο νησί λόγω του τουρισμού κι έχει
ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 φέρνει τα πάνω κάτω.
Η ψυχή της Κρήτης, η γλώσσα της, η μουσική της, τα ήθη και
τα έθιμα της, δοκιμάζονται αλύπητα από την εισβολή του τουρισμού και το
φοβερό κοινωνικό αλαλούμ των τελευταίων δεκαετιών με αποτέλεσμα το
μέλλον σε κάθε είδους πολιτισμική ανάπτυξη, και φυσικά στη μουσική, να
είναι δυσδιάκριτο αλλά όχι και κατ΄ ανάγκη ολοκληρωτικά καταστρεπτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου