Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Αν αναδημοσιεύω τούτο το κείμενο, δεν είναι μόνο για να μάθουν οι άνθρωποι που δεν έτυχε να μάθουν τότε για το φαινόμενο ενός ατόμου όντως προς ιατρική εξέταση. Το αναδημοσιεύω επίσης επειδή θα πληροφορηθούν αρκετά όσοι ενδιαφέρονται για το πώς ήταν το Ηράκλειο της εποχής του ανθρώπου που κράτησε μέχρι τέλους ολοζώντανες στο μυαλό του τις μνήμες της ιστορίας της πόλης μας από την αρχή έως και το τέλος του 20ου αιώνα!
Υ.Γ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο αγαπημένο περιοδικό όλων των Κρητικών, το περιοδικό ΣΤΙΓΜΕΣ
Ρ/Μ –Σήμερα-
Γεννηθείς το 1901….διανύει αισίως τη πρώτη δεκατεία της δεύτερης εκατονταετίας της ζωής του!
Εάν κατά τύχη περάσετε από τη Καλοκαιρινού και Δελημάρκου γωνία, θα σας παρακαλούσα πολύ να ρίξετε μια ματιά στο «Καφεκοπτείο Πορταλάκη.» όπου σας έχω μια έκπληξη!
Όχι προς Θεού, δε κάνω διαφήμιση σε κανενός είδους καφέ…. απλώς ο άνθρωπος που θα δείτε να κάθετε στο ταμείο του μαγαζιού, όσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο, είναι ο υπέρ- αιωνόβιος Μανόλης Πορταλάκης….ο άνθρωπος που κρατά στο μυαλό του ολοζώντανες όλες τις μνήμες της ιστορίας της πόλης μας από την αρχή έως και το τέλος του 20ου αιώνα!
Θυμάται ότι ο ίδιος ξεκίνησε με τα πόδια μόλις δεκατεσσάρων χρονών από το χωριό του, ένα μικρό χωριό του Νομού Λασιθίου, για να έρθει στο Ηράκλειο και να βρει την τύχη του σε μια εποχή που…φανταστείτε… δεν είχε γίνει ακόμα η ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα!!!
Λίγους μήνες πριν, ο θείος του Βασίλης Πορταλάκης, είχε μόλις ιδρύσει το πρώτο καφεκοπτείο στη πόλη του Ηρακλείου, ή αλλιώς την πρώτη «μοντέρνα» για τα τότε δεδομένα επιχείρηση κι εκεί θα μαθητεύσει ο Μανόλης Πορταλάκης έως που μερικά χρόνια αργότερα θα πάρει το δρόμο του εμπορίου μοναχός του σε μια παρόμοια επιχείρηση που την κρατά από τότε ανοιχτή χωρίς ούτε μία στιγμή να έχει περάσει στο περιθώριο.
Κατά την διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών, ο Μανόλης Πορταλάκης γνώρισε τον «Καπετάν Μιχάλη» τον πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη, πήγε στην κηδεία του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα με τον ένα και μοναδικό παπά, όπως βεβαιώνει, θυμάται τους Τούρκους να δουλεύουν ακόμα στην Κεντρική αγορά της πόλης μας συναδελφωμένοι με τους Κρητικούς όπως επίσης θυμάται και την Λεωφόρο Καλοκαιρινού σαν «Πλαθειά Στράτα» με τον φαναρτζή να περνά κάθε βράδυ να ανάβει τα φανάρια και κάθε πρωί να τα σβήνει .
Και φυσικά λογικό είναι πως όλα τούτα τα χρόνια των εμπορικών δραστηριοτήτων του, συναλλάχθηκε με όλα τα χρήματα του περασμένου αιώνα, από χρυσά λοίγκια, χιλιάρικα, γερμανικά χρήματα, «Τσολακογλού» φτάνοντας αισίως μέχρι το ευρώ.
Τούτο το φαινόμενο ανθρώπου προς ιατρική εξέταση που ανέγγιχτος από το χρόνο βαδίζει στην δεύτερη εκατονταετία της ζωής του συμπληρώνοντας σχεδόν τη πρώτη δεκαετία της, που δουλεύει στο .. ταμείο του μαγαζιού του με την ίδια ακριβώς διάθεση που δούλευε και πριν.. ενενήντα χρόνια, χωρίς ποτέ να κάνει λάθος σε ρέστα ή λογαριασμούς, δίχως καν να φορά γυαλιά, μιλώντας σήμερα γυρνά τις σελίδες της ζωής του σχεδόν ένα αιώνα πίσω, δίνει τις συμβουλές του για μακροβιότητα – ή τουλάχιστον αυτές που έχει εφαρμόσει ο ίδιος- και μας γνωστοποιεί πτυχές της πόλης μας που πλέον σήμερα μόνο σε βιβλία ιστορικά θα μπορούσαμε να ανακαλύπταμε:
ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
«Από τότε μέχρι σήμερα όλα ίδια στη Κεντρική αγορά του Ηρακλείου… μόνο οι άνθρωποι άλλαξαν που ήταν τότε ανακατωμένοι, Τούρκοι και Έλληνες, αλλά παρ’ όλα αυτά περνούσανε καλά, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ τους…»
«Το καφεκοπτείο του θείου μου που πρωτοδούλεψα ήταν ακριβώς εκεί που είναι σήμερα το κατάστημα τροφίμων του Αργυράκη. Πιο πάνω πάλι από του Δανδάλη το καφεκοπτείο είχαν μαγαζί του καφέ δυο Τούρκοι, κι απέναντι δυο Αρμένηδες που κάνανε καφέ κοπανιστό. Έξη όλα κι όλα ήταν τα μαγαζιά του καφέ στο Ηράκλειο. Όμως υπήρχαν κι άλλα μαγαζιά εκεί… πάντα εκεί ήταν η κεντρική αγορά με την ίδια ακριβώς βαβούρα που έχει και σήμερα. Όλα ίδια, μόνο οι άνθρωποι άλλαξαν που ήταν τότε ανακατωμένοι, Τούρκοι και Έλληνες, αλλά περνούσανε καλά, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ τους.
Θυμάμαι κι ένα Νουρή Μπέη που είχε γιαουρτάδικο, κι ένα άλλο πάλι Τούρκο, Μπιλάϊ τον λέγανε, που έκανε πεντανόστιμο κανταΐφι. Κι ένα άλλο ακόμα που είχε εστιατόριο μα δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του..
Στο Μεϊντάνι γινόταν και μεγάλο παζάρι και πουλούσαν οι Τούρκοι ζώα στο Ραμαζάνι τους και στο Μπαϊράμι τους. Α! δεν μπορώ να μη το πω, ήταν πολύ θρήσκοι! Εκεί στου Μπαντουβά το γιαουρτάδικο, κοντά στα χασαπιά, είχαν το τζαμί τους όπως ακόμα και στο Ανωγειανό σχολειό και στο Βεζύρ τζαμί επίσης , στον Άγιο Τίτο δηλαδή, και πατούλιες-πατούλιες πήγαιναν εκεί και λειτουργούνταν.
Στα Λιοντάρια πάλι στέκονταν ένας κουλοχέρης, ο Μαχμούτ, και πουλούσε κουλούρια και χαρούπια..
Καλοί ΄τανε μωρέ οι αθεόφοβοι, καλά τα περνούσαμε μαζί, καλύτερα μπορώ να σου πω κι απ΄ ότι τα περνούσαμε με τους άλλους, τους Έλληνες που ήρθαν αργότερα με την ανταλλαγή ..»
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΤΡΑΤΑ - ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ
«Εδώ τότε ήταν εμπορομανάβικα χονδρικής, λαχαναγορά σαν να λέμε…»
Εδώ, στην κάτω αγορά, στην Πλατειά Στράτα που την λέγαμε τότε εμείς, είμαι εγώ από το 1924 που έφυγα από του θείου μου για να κάμω δουλειά μοναχός μου. Τότε όμως εδώ ήταν εμπορομανάβικα χονδρικής, λαχαναγορά σαν να λέμε. Τα εμπορικά που βρίσκονται σήμερα εδώ βρίσκονταν τότε στην Αγίου Μηνά. Θυμούμαι του Καρέλλη του Δημάρχου τον πατέρα που είχε υφασματάδικο και πουλούσε χονδρική, του Μυλωνάκη τα γυαλικά,. τον Πρατικάκη επίσης με τα γυαλικά. τον Αρχοντάκη, τον Περβολαράκη, τον Ξετρύπη, τον Καπαρούνη με τα σιδερικά, κι άλλους πολλούς που έχουν πια πεθάνει.
Στην 25η Αυγούστου ήταν το εμπόριο των αποικιακών κι έπιανε μέχρι κάτω το λιμάνι όπου ήταν επίσης τα ξενοδοχεία και οι τράπεζες. Είχε και χάνια τότε, ένα μάλιστα ήταν εδώ δίπλα μου, στην Αγία Παρασκευή…»
ΕΞΩ ΑΠΌ ΤΑ ΤΕΙΧΗ;
«Νεκροταφεία και τίποτα άλλο…έξω από την Χανιόπορτα που σταματούνε τα λεωφορεία για την Μεσσαρά να πάει πέρα κι από την Όαση να πάει πάνω ήτανε μόνο Τούρκικα μεζαρλίκια…»
«..Τίποτα, τι θες να ήταν έξω από τα τείχη, νεκροταφεία και τίποτα άλλο. Έξω από την Χανιόπορτα που σταματούνε τα λεωφορεία για την Μεσσαρά να πάει πέρα κι από την Όαση να πάει πάνω ήτανε μόνο Τούρκικα μεζαρλίκια.
Μα και το Ηράκλειο μη νομίζεις πως ήτανε τίποτα, μια χούφτα άνθρωποι όλοι κι όλοι, εικοσιπέντε χιλιάδες κάτοικους είχε δεν είχε. Δίχως φώτα με κάτι φανάρες μόνο που γυρίζανε τα βράδια μερικοί που έκαναν τούτη τη δουλειά και τις ανάβανε αποβραδίς και τις σβήνανε το πρωί.
Ένα χωριό ήταν το Ηράκλειο που στις έξη ώρα το απόγευμα δεν έβλεπες στους δρόμους ούτε πουλί πετούμενο να πετάει..».
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ
«Ένας ψηλός, μουντός, ξερακιανός άντρας ο καπετάν Μιχάλης που είχε ακριβή τη μιλιά και την καλημέρα του σε όλους…»
«..Θυμάμαι και τον γιο και τον πατέρα, αλλά πιο πολύ μπορώ να σου πω θυμάμαι τον πατέρα. Ήταν ένας ψηλός, μουντός, ξερακιανός άντρας ο καπετάν Μιχάλης που είχε ακριβή τη μιλιά και την καλημέρα του σε όλους. Δεν μιλούσε σχεδόν σε κανένα και όλοι τον έτρεμαν. Θυμάμαι ακόμα και τη κόρη του που παντρεύτηκε αργότερα το βουλευτή Σαχλαμπάνη. Εδώ, πιο κάτω από την Πολυκλινική ήταν το σπίτι του Καπετάν Μιχάλη, απέναντι ακριβώς στο δικό μου..»
ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
«Ύστερα από ένα βομβαρδισμό τρία κουτιά γάλα κι ένα κεφαλοτύρι πεταμένο σε μια γωνιά μου είχαν απομείνει όλα κι όλα…»
«..Τα χρόνια της κατοχής ήταν τα πιο δύσκολα απ΄ όλα. Είχα ένα μαγαζί γεμάτο όταν ήρθαν οι κερατάδες, πήγαινε καλά η δουλειά μου μα ένα πρωί, Ιούνης του ΄41 ήτανε, μπαίνω μέσα και τι να δω. Ύστερα από ένα βομβαρδισμό τρία κουτιά γάλα κι ένα κεφαλοτύρι πεταμένο σε μια γωνιά μου είχαν απομείνει όλα κι όλα μετά από τόσο εμπόρευμα που είχα. Ήρθε στη συνέχεια η κατοχή και για να ζήσω την οικογένεια μου άφησα στην άκρη τον καφέ κι έπιασα τον μύλο κι άλεθα στάρι και κριθάρι.
Δεν με απασχόλησαν όμως και δεν στεναχωρήθηκα ποτέ για τα λεφτά εγώ αφού ξέρω πως τα λεφτά έρχονται πάντα αν δουλέψει ο άνθρωπος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου