Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Μέσα στη σύγχρονη, υπέρ- πληθωρική κοινωνία που σφύζει από τον καταναλωτισμό των εκατοντάδων μη αναγκαίων αγαθών της, ασφαλώς και είναι βέβαιο πως τα σημερινά παιδιά, που τίποτα απολύτως δεν στερούνται, δεν είναι δυνατόν ούτε καν σα παραμύθι να φανταστούν, πως δυο γενιές μονάχα πριν από τη γενιά τους, υπήρξαν παιδιά που ίσως και να στέκονταν επί ώρες στην ουρά για ένα μονάχα ποτήρι γάλα!
Κι όμως… Αμέσως μετά τη Γερμανική κατοχή, η στέρηση έως και των πιο βασικών αγαθών, όχι μόνο συντήρησης αλλά κι αυτής ακόμα της διατροφής, είχε φέρει τον κόσμο στο έσχατο σημείο της απόγνωσης και της απελπισίας.
Τρόφιμα στην αγορά δεν υπήρχαν αλλά κι αυτά τα ελάχιστα που κατά το πλείστον κρατούσαν στα χέρια τους οι μαυραγορίτες για να τα μοσχοπουλούν, σε συνδυασμό με τον εξευτελισμό του τότε ελληνικού χρήματος, για το περισσότερο κόσμο έφερε σαν αποτέλεσμα να στέκετε αδύνατον να αγοράσει έστω ακόμα και τα πιο απαραίτητα και βασικά είδη.
Θ μπορούσε βέβαια κανείς να ισχυριστεί πως η ζωή στα χωριά σίγουρα ήταν πιο υποφερτή καθώς ο αγροτικός πληθυσμός μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί από τις κότες, τα κουνέλια, τα γουρουνάκια που σφάζονταν κάθε Χριστούγεννα, τα οπωροφόρα δέντρα και το προσωπικό περιβόλι.
Ωστόσο, όσο κι αν η Κρήτη τις τραγικές εκείνες μέρες δεν έφτασε ποτέ στην κατάντια της Αθήνας, όπου οι νεκροί από τη πείνα μαζεύονταν καθημερινά με τα κάρα του Δήμου, εν τούτοις πέρα για πέρα δραματική ήταν και η ζωή στις μεγάλες πόλεις του νησιού μας.
Τα μαθητικά συσσίτια λοιπόν για μια μεγάλη περίοδο ήταν το σωσίβιο που έσωσε από τη κατάρα της πείνας τα κατοχικά παιδιά που δεν είχαν ούτε την τύχη αλλά ούτε και τη πολυτέλεια να γνωρίσουν στο μενού τους παρά μονάχα ελάχιστα είδη εξευτελιστικής διατροφής.
Ο χώρος των μαθητικών συσσιτίων ήταν συνήθως το πίσω μέρος της αυλής του κάθε σχολείου και το μαγείρεμα γίνονταν μέσα σε μεγάλα καζάνια που χρησιμοποιούνταν για να μαγειρεύουν όχι μόνο το πρωινό ρόφημα αλλά συγχρόνως και τα υπόλοιπα φαγητά που πρόσφεραν για το μεσημεριανό γεύμα.
Κάποιες αίθουσες επίσης, ειδικά διαμορφωμένες σε τραπεζαρίες, όπου ολόγυρα είχαν τοποθετηθεί στενόμακρα τραπέζια με πάγκους αντί για καθίσματα, φιλοξενούσαν τα παιδιά που έτρωγαν καθημερινά τριών ειδών μονάχα φαγητά:
Ξερά φασόλια, ρεβίθια και πλιγούρι! Το τελευταίο μάλιστα τρώγονταν σαν ένα είδος νόστιμης και προπάντων θρεπτικής σούπας και μάλιστα θεωρούνταν το πιο «σπέσιαλ» πιάτο σε σύγκριση με όλα τα υπόλοιπα καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που πολλά άσπρα σκουληκάκια επέπλεαν σαν γαρνιτούρα στη πάνω μεριά των οσπρίων!!
Παρ΄ όλα αυτά τα παιδιά αναγκάζονταν να τα παραμερίζουν με το κουτάλι και να τρώνε το υπόλοιπο αφού εκ των προτέρων ήξεραν πως στα σπίτια τους ήταν από δύσκολο έως και απίθανο να βρεθεί έστω ακόμα και ένα μικρό κομμάτι ξεροκόμματου για να ξεγελάσουν τη πείνα τους.
Απόλυτα χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα που διαβάζουμε από το βιβλίο της μεγάλης Αρχανιώτισσας λαογράφου, κυρίας Ειρήνης Ταχατάκη, « Το Πετρόκτιστο Διδακτήριο Αρχανών»:
«…Όταν ήταν ώρα να σχολάσουμε προσπαθούσα να φύγω πρώτη από τη τάξη για να πάω σπίτι και να πάρω τον αδελφό μου για το συσσίτιο γιατί ήταν μόλις τεσσάρων χρονών και δε πήγαινε ακόμα σχολείο. Η μάνα μας είχε έτοιμα, δεμένα σε μια πετσέτα, δυο χαλκένια κιασεδάκια, μολυβωτά, εκείνα με τις άσπρες καμπυλωτές γραμμές πάνω σε καφέ φόντο. Είχε μαζί και δυο κουτάλια. Έπαιρνα το πιάτο στη μασχάλη και τραβώντας το μικρό, ξανάπαιρνα το δρόμο για το σχολείο. Αν έβρεχε τρέχαμε πολύ για να φάμε όσο το δυνατόν λιγότερη βροχή ή χιόνι. Το παγωμένο ξεροβόρι μας χτυπούσε στο πρόσωπο και το δέρμα έτσουζε από τη παγωνιά, κι όλα αυτά για να μη χάσουμε τα ρεβίθια, το πλιγούρι, και τα φασόλια μαζί με μια φετούλα ψωμί…»
Πέρα από τα όσπρια βέβαια, το κατσικίσιο γάλα υπήρξε και το μεγαλύτερο στήριγμα για την ανάπτυξη και την διατήρηση της υγείας των κατοχικών παιδιών γι΄ αυτό και θεωρούνταν τυχερά τα χωριατόπαιδα που είχαν τη πολυτέλεια να το απολαμβάνουν, αντίθετα από τα παιδιά της πόλης που το πρωινό τους δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μερικές βρασμένες λαχανίδες με μια μικρή φετούλα ψωμί στη καλύτερη περίπτωση
Ούτε τα παιδιά του χωριού φυσικά μα ούτε βέβαια και της πόλης, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως υπήρχε κι ένα άλλο είδος γάλατος, εκείνο το περίεργο με τη μορφή σκόνη που, μαζί με κάποιες βιταμίνες, άρχισε αμέσως μετά τη κατοχή να προσφέρει το κράτος για να στηρίξει όσο μπορούσε την αδύναμη και αποσκελετωμένη νεολαία του.
Οι βιταμίνες ήταν σε χρώμα καφέ και σε μορφή σφαιρικής μπαλίτσας, μύριζαν όμως τόσο έντονα λάστιχο που λογικό ήταν να μην αρέσουν στα παιδιά τα οποία όμως αναγκάζονταν να τις καταπίνουν με το ζόρι κάτω από την αυστηρή επίβλεψη των δασκάλων τους.
Στο γάλα λοιπόν συσσιτίου σε μορφή σκόνης, στις λαστιχένιες βιταμίνες, στο ψαρόλαδο (μουρουνέλαιο) και πολύ συχνά στη μεγάλη, έως αυτοθυσίας, προσπάθεια κάποιων δασκάλων, μπορεί άνετα να αντικατοπτριστεί μια γενικότερη εικόνα ζωής για όσους, για οποιοδήποτε λόγο, θέλουν να κάνουν μια σύγκριση ανάμεσα στη ζωή του χθες και στη ζωή που τούτη τη στιγμή κυλά πνίγοντας τα σημερινά παιδιά από ένα σωρό άσκοπες επιθυμίες…
Πολύτιμες πληροφορίες για το παρόν κείμενο, πάρθηκαν από το βιβλίο της μεγάλης Αρχανιώτισσας συγγραφέως, ερευνήτριας και λαογράφου, κυρίας Ειρήνης Ταχατάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου