26 Δεκέμβρη του 1566 κι ο ήλιος στο Βorgo, μια μικρή κι ασήμαντη συνοικία που βρίσκεται έξω από τα τείχη της πόλης του Χάνδακα, θέλει τουλάχιστον μια ώρα ακόμα έως ότου αφυπνίσει τους ανθρώπους με το φως και την ζέστα του.
Ένας νεαρός άντρας όμως, ζωγράφος στο επάγγελμα, βρίσκεται ήδη όρθιος με τις αισθήσεις του προ πολλού αφυπνισμένες, περιμένοντας να φέξει για να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του και να βγει έξω καθώς η μέρα που μόλις ξεκινά προβλέπεται ιδιαίτερα σημαντική για τον ίδιο.Χαμογελά εν τω μεταξύ.. Και γιατί άλλωστε να μην χαμογελά, δεν είναι εξάλλου και λίγα όλα όσα συνέβησαν μέχρι σήμερα στην ζωή του κι ακόμα περισσότερο δεν θα είναι λίγα όλα όσα είναι βέβαιος ότι πρόκειται να συμβούν στο εξής.
Εξακολουθεί να χαμογελά. Δεν μπορεί με τίποτα να κρύψει από τον εαυτό του την ικανοποίηση που οφείλει στον εαυτό του και μόνο στον εαυτό του, σε κανέναν άλλο, για όλα όσα έχει επιτύχει ως σήμερα.Μα και γιατί να την κρύψει άλλωστε.
Είναι μόλις εικοσιπέντε χρονών και μάλιστα από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις του τόπου του- από τις τάξεις εκείνες που οι αρχές με το παραμικρότερο αδίκημα, με την πιο άνευ σημασίας αιτία, μπορούσαν άνετα να τις ξευτελίσουν τιμωρώντας τις από εξύβριση και μαστίγωμα έως ποινή φυλάκισης και καταναγκαστικά έργα απροσδιορίστου διάρκειας που έφτανε πολλές φορές μέχρι και σε καταδίκη στα κάτεργα, στις γαλέρες- κι εν τούτοις εκείνος νιώθει ότι έχει καταφέρει να ξεφύγει από όλη αυτή την μιζέρια.
Νιώθει ότι έχει γλιτώσει προ πολλού από το κολαστήριο της φτώχειας και της ασημαντότητας που προκαλείται σαν αναπόφευκτο επακόλουθο απ’ όλα τα παραπάνω.Αλλά όχι, όχι, και πάλι μάλλον που τούτη την στιγμή παραείναι μετριοπαθής με τον εαυτό του κι η μετριοπάθεια δεν είναι κι από τα κυριότερα χαραχτηριστικά γνωρίσματα του χαραχτήρα του. Δεν το νιώθει απλώς, νιώθεις μόνο κάτι το απροσδιόριστο, μια αβεβαιότητα που ενδόμυχα εύχεσαι να μετατραπεί σε βεβαιότητα . Κι ο ίδιος την βεβαιότητα της διαφυγής του την κρατά πλέον στα χέρια του υπαρκτή πραγματικότητα κι όλα όσα θα επακολουθήσουν σήμερα είναι σίγουρος ότι θα είναι απλώς η αρχή της αρχής.
Χαμογελά με ικανοποίηση για άλλη μια φορά καθώς το μυαλό του δεν λέει να σταματήσει να επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες των γεγονότων που θα προκύψουν σε λίγο ενώ συνάμα από το πρόσωπο του αδυνατεί να εξαφανίσει ένα υπεροπτικό χαμόγελο που εμφανίζεται άθελα του.Σήμερα.. σήμερα επιτέλους θα του δοθεί η ευκαιρία να ποδοπατήσει ολάκερο το σάπιο σύστημα του τόπου του παίρνοντας εκδίκηση έως ακόμα και για την δεκαοκτάμηνη φυλάκιση του αδελφού του Μανούσου στα κάτεργα.
Τι γλυκιά που είναι η εκδίκηση λοιπόν κι ειδικά όταν πρόκειται για τέτοιου είδους εκδίκηση!Για τον ερχομό της συγκεκριμένης στιγμής ο ίδιος ήταν σίγουρος εδώ και πάρα πολύ καιρό. Εδώ και χρόνια, από τότε ακόμα που παιδί αμούστακο κρατώντας τα χρώματα, τα πινέλα και τις παλέτες του, σπούδαζε- μάλλον τελειοποιούσε την φύση του- στο ανώτερο κέντρο ανθρωπιστικής και καλλιτεχνικής παιδείας του νησιού του. Στην σχολή της Σιναϊτικής μονής της Αγίας Αικατερίνης.
Από τότε ακόμα ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι μια μέρα, και μάλιστα όχι μακρινή, ο Δομίνικος θα ανέβαινε ψηλά, κι αργότερα ακόμα πιο ψηλά, πιο ψηλά, όλο και πιο ψηλά.. Τόσο ψηλά ώσπου κάποτε το όνομα του θα γινόταν σύννεφο που θα έφθανε και θα ακουμπούσε τις κορυφογραμμές της αθανασίας και της αιωνιότητας!!Απλώς έπρεπε πρώτα να φροντίσει να κάνει λίγη υπομονή έως ότου πεισθούν και οι υπόλοιποι, έως ότου φροντίσει εκείνος να τους πείσει δηλαδή.
Και να που έφθασε επιτέλους η στιγμή που πείσθηκαν όλοι αυτοί, που τους έπεισε αν θέλει να κυριολεκτεί. Ανάμεσα σε τριακόσιους ομότεχνους του επαγγελματίες ζωγράφους, η δική του η αίτηση έγινε δεκτή από τον Δούκα, τους δύο συμβούλους του και τον Στρατηγό ή Καπιτάνο της πόλης. Σ΄ αυτόν, τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο του Γιώργη, του Γιώργη έτσι σκέτα, χωρίς τίτλους και αξιώματα, παραχωρήθηκε η άδεια να πουλήσει με το σύστημα των λαχνών το τελευταίο έργο του. Ένα πίνακα του με χρυσό βάθρο που παρίστανε το θείο Πάθος, την Σταύρωση του Χριστού.Δεν ήταν καθόλου μικρή κι ανάξια λόγου μια τέτοια ευκαιρία, αντίθετα ήταν μια άδεια πολύ σημαντική γιαυτό κιόλας δεν την παραχωρούσαν στον οποιοδήποτε.
Για να παραχωρηθεί έπρεπε πρώτα να περάσει από την έγκριση των αρχών και κατόπιν η πραγματική αξία του έργου να εκτιμηθεί από εμπειρογνώμονες μια και με το σύστημα της πώλησης με λαχνούς άνοιγαν βέβαια διάπλατα οι πόρτες στον δημιουργό να πουλήσει το έργο του στο διπλάσιο της τιμής του, αλλά όχι φυσικά να περάσει και τα όρια της αισχροκέρδειας.Και πως την ήθελε τούτη την ευκαιρία ο Δομίνικος, πως την ήθελε..
Σε ολόκληρη την ζωή του μέχρι σήμερα δεν στόχευε σε τίποτα και πουθενά αλλού πέρα από τον να του δοθεί μια ευκαιρία, να την αρπάξει από τα μαλλιά και να φύγει. Να φύγει από τα στενά περιθώρια της επαρχίας και να ανοίξει τα φτερά του για αλλού, να σταθεί σε πιο ανοικτούς ορίζοντες, δίπλα σε πιο μεγάλους από τον ίδιο δημιουργούς αλλά όχι φυσικά για να μάθει, απλώς για να κλέψει από την αύρα της διασημότητας τους.
Ο Δομίνικος την τέχνη του την ήξερε με κυτταρική ή γνώση , και το κάτεχε πολύ καλά ότι ήξερε, αναγνώριση ζητούσε μοναχά κι ευκαιρία..Μόνο που όσο κι αν γνώριζε τις δυνάμεις του και τις ικανότητες του, εν τούτοις ούτε στα πιο άλογα, ούτε στα πιο τρελά όνειρα του δεν ήταν ποτέ δυνατόν να ονειρευτεί πόσο μεγάλη θα ήταν η γροθιά που θα έδινε σήμερα αυτός, ο Δομίνικος, στο σύστημα του κατεστημένου και θα το θρυψάλιαζε.Πόσο μεγάλη θα ήταν η ευκαιρία που αυτός, ο Δομίνικος, θα παραλάμβανε στα χέρια του σήμερα.Εβδομήντα δουκάτα!
Ποτέ άλλοτε, ποτέ άλλοτε μέχρι σήμερα πίνακας δεν είχε εκτιμηθεί τόσο πολύ όσο ο δικός του. Εβδομήντα δουκάτα!Μα μόλις τριάντα χρόνια πριν ο πλουσιότερος παραγγελιοδότης του νησιού, η Αρχιεπισκοπή Κρήτης, προσδιόρισε σε σαράντα μόνο δουκάτα την αμοιβή ενός από τους πλέον φημισμένους ζωγράφους της πόλης, Μάρκος Χαλκιόπουλους λεγόταν, για να ζωγραφίσει δύο μεγάλων διαστάσεων θρησκευτικές παραστάσεις στο κυριότερο παρεκκλήσι του Καθεδρικού ναού του Αγίου Τίτου.
Ή μήπως να πάει ακόμα πιο πίσω, εξήντα χρόνια πριν. Τότε που ένας από τους πιο ξακουστούς συναδέλφους του, ο Άγγελος, πληρώθηκε μόλις με δεκατρία δουκάτα για ένα πολυδιάστατο έργο του.Όμως γιατί να πάει πιο πίσω, γιατί να πηγαίνει πίσω, δεν χρειάζεται. Αφού στον παρόντα χρόνο, είναι τοις πάση γνωστό πως μια συνηθισμένη τιμή πινάκων με θρησκευτικές παραστάσεις κυμαίνεται γενικά από ένα έως οκτώ δουκάτα χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να έχει ξεπεραστεί η τιμή αυτή.Και τώρα, τώρα για πρώτη φορά στα χρονικά πίνακας, ο δικός του, σπάζει το κατεστημένο και πληρώνεται με την πραγματική αξία του και όχι με την εξευτελιστική τιμή που πληρώνονταν όλα σχεδόν τα έργα των συναδέλφων του μέχρι εκείνη τη στιγμή.Εβδομήντα δουκάτα! Εβδομήντα δουκάτα, Θεέ, θα φύγει μ΄ αυτά και σε μερικούς μήνες, σε ένα χρόνο το πολύ θα βρίσκεται κιόλας στην Βενετία κι όχι φυσικά σαν άπειρος και άγνωστος ζωγράφος που επαιτεί την γνώση δίπλα στους μεγάλους αλλά σαν ένας από τους διασημότερους, ίσως κι ο διασημότερος όπως θα λογάται από σήμερα, ζωγράφος της Κρήτης που ξεκινά σαν ώριμος καλλιτέχνης με την φιλοδοξία να κατακτήσει την Ιταλία και την Ευρώπη.
Εβδομήντα δουκάτα! Θεέ της τέχνης έφεξες επιτέλους, έφεξες..Μα αν είναι δυνατόν, και η μέρα έφεξε, πως παρασύρθηκε έτσι από τις σκέψεις του και δεν το πρόσεξε. Πρέπει να φύγει, να τρέξει να παραλάβει τα εβδομήντα δουκάτα, να παραλάβει στα χέρια του δηλαδή το διαβατήριο που θα του ανοίξει τα σύνορα για να απολαύσει όλα τα όνειρα του πραγματοποιημένα, σκέφτεται την ώρα που τρέχοντας ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του βιαστικά για να την κλείσει πίσω του με φόρα.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή ο ήλιος μεγαλόπρεπος φαίνεται ότι έχει ήδη ανεβάσει το άρμα του ένα κοντάρι ψηλά από την γη κι αυτό είναι κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τον Δομίνικο. Ποτέ τέτοιες λεπτομέρειες, που ίδιος δεν θέλει να τις βλέπει σαν λεπτομέρειες αλλά σαν καλούς οιωνούς , δεν ξεφεύγουν της προσοχής του.
Ή μήπως να πάει ακόμα πιο πίσω, εξήντα χρόνια πριν. Τότε που ένας από τους πιο ξακουστούς συναδέλφους του, ο Άγγελος, πληρώθηκε μόλις με δεκατρία δουκάτα για ένα πολυδιάστατο έργο του.Όμως γιατί να πάει πιο πίσω, γιατί να πηγαίνει πίσω, δεν χρειάζεται. Αφού στον παρόντα χρόνο, είναι τοις πάση γνωστό πως μια συνηθισμένη τιμή πινάκων με θρησκευτικές παραστάσεις κυμαίνεται γενικά από ένα έως οκτώ δουκάτα χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να έχει ξεπεραστεί η τιμή αυτή.Και τώρα, τώρα για πρώτη φορά στα χρονικά πίνακας, ο δικός του, σπάζει το κατεστημένο και πληρώνεται με την πραγματική αξία του και όχι με την εξευτελιστική τιμή που πληρώνονταν όλα σχεδόν τα έργα των συναδέλφων του μέχρι εκείνη τη στιγμή.Εβδομήντα δουκάτα! Εβδομήντα δουκάτα, Θεέ, θα φύγει μ΄ αυτά και σε μερικούς μήνες, σε ένα χρόνο το πολύ θα βρίσκεται κιόλας στην Βενετία κι όχι φυσικά σαν άπειρος και άγνωστος ζωγράφος που επαιτεί την γνώση δίπλα στους μεγάλους αλλά σαν ένας από τους διασημότερους, ίσως κι ο διασημότερος όπως θα λογάται από σήμερα, ζωγράφος της Κρήτης που ξεκινά σαν ώριμος καλλιτέχνης με την φιλοδοξία να κατακτήσει την Ιταλία και την Ευρώπη.
Εβδομήντα δουκάτα! Θεέ της τέχνης έφεξες επιτέλους, έφεξες..Μα αν είναι δυνατόν, και η μέρα έφεξε, πως παρασύρθηκε έτσι από τις σκέψεις του και δεν το πρόσεξε. Πρέπει να φύγει, να τρέξει να παραλάβει τα εβδομήντα δουκάτα, να παραλάβει στα χέρια του δηλαδή το διαβατήριο που θα του ανοίξει τα σύνορα για να απολαύσει όλα τα όνειρα του πραγματοποιημένα, σκέφτεται την ώρα που τρέχοντας ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του βιαστικά για να την κλείσει πίσω του με φόρα.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή ο ήλιος μεγαλόπρεπος φαίνεται ότι έχει ήδη ανεβάσει το άρμα του ένα κοντάρι ψηλά από την γη κι αυτό είναι κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τον Δομίνικο. Ποτέ τέτοιες λεπτομέρειες, που ίδιος δεν θέλει να τις βλέπει σαν λεπτομέρειες αλλά σαν καλούς οιωνούς , δεν ξεφεύγουν της προσοχής του.
Σταματά για μερικά δευτερόλεπτα το τρέξιμο του, τόσα του χρειάζονται μόνο, δίχως να φοβηθεί το φως του τον κοιτάζει κατάματα , του ψιθυρίζει κάτι παρακαλεστικά κι αμέσως μετά εξακολουθεί πολύ πιο χαρούμενος κι αισιόδοξος να τρέχει ασταμάτητα. Να τρέχει, να τρέχει προς τα εμπρός, όλο και πιο πολύ προς τα εμπρός.
Ο ήλιος είχε μόλις συμφωνήσει ότι θα μοιραστεί μαζί του την λάμψη του..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου