Επιμέλεια κειμένου
Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Το Αγά Τσαρσί , η σημερινή οδός 1866 που υπάρχουν τα Ψαράδικα, είχε μια μορφή παρόμοια με αυτή που θυμούνται οι Καστρινοί πριν από λίγα χρόνια. Στις παρόδους ήταν τα Ψαράδικα δίπλα στο τούρκικο Τζαμί και στο στενό της σημείο ήταν τα χασαπιά των Τούρκων και των Χριστιανών.
Σε μια δεύτερη πάροδο ήταν τα Κιλινγκίρικα. Εκεί βρίσκονταν …«οι μάστοροι με το καυτό σίδερο , οι καλφάδες με τις βαριές και τα σφυριά, για να φτιάχνουν τα σκαπέτια, τα υνιά και τα ξινάρια για τους ρεσπέρηδες στα χωριά. Στα ίδια φτιάχονταν και οι ψιλοδουλειές, τα σιδερικά που χρειάζονταν οι πόρτες, όπως ταμάσκουλα και οι κλειδαριές, τα χαλινάρια για τα μουλαρομπέγιρα, οι κλάπες, στολίδια για τα γαϊδουρινά σομάρια, και οι λαδόλυχνοι που έφεγγαν τις νύκτες στου χωριού τα σπίτια… Στα ίδια ντουκιάνια έβρισκε κι εκείνος που εγύρευγε ερχόμενος από το χωριό του την παγίδα με τα μεγάλα δόντια, που, στελιώνοντάς την στα γνωστά κατατόπια όξω του χωριού του, θα πιάνονταν σ’ αυτήν πού και φορά γή κιανένας άρκαλος γή καμιά ζουρίδα!...» , περιγράφει με τον γλαφυρό του τρόπο ο Μανώλης Δερμιτζάκης στο «Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο», στις αρχές του 20ου αιώνα.
Στις παρόδους του Αγά Τσαρσί , ήταν και το μεγάλο Καφέ Σαντάν. Στο ίδιο Τσαρσί υπήρχαν λογής
λογής ντουκιάνια αλλά και τα δύο χυτήρια ενός τούρκου τεχνίτη του Ουστά και του
Χριστιανού Μαρινάκη σχεδόν απέναντι από το τούρκικο τζαμί.
Ο Ουστά έφτιαχνε καλούπια και ο Θεμιστοκλής
Μαρινάκης καμπάνες , μάλιστα είχε χυμένες τις μικρές καμπάνες της μεγάλης
εκκλησιάς του Αγίου Μηνά κι είχε ο ίδιος κανονίσει τον ήχο που θα κτυπούσαν.
Το Αγά Τσαρσί ήταν ο πιο πολυθόρυβος και
πολυσύχναστος δρόμος του Μεγάλου Κάστρου.
Συνεχίζει την περιγραφή του ο Δερμιτζάκης : «…
Η ζωή εδώ εξυπνούσε με τα πρώτα χτυπήματα της πρωινής μικρής καμπάνας του Αγίου
Μηνά και τις μακρόσυρτες φωνές των Μουεζίνηδων της πολιτείας, που, ξεφωνίζοντας
το πρωινό σιμπαχί-νομάζ, καλούσαν τους τουρκοκαστρινούς πιστούς στην
καθορισμένη πρωινή τους προσευχή. Η κίνηση ετούτη εκρατούσε από τότε ώς τις
ώρες κοντά του μεσονυχθιού, που ακόμα τα μπουζούκια και οιλύρες στους
τούρκικους καφενέδες εβαρούσαν τους καινούργιους σκοπούς τού
«φιλεντέμ-φιλεντέμ» και του «μπάνανε-ολντού- νταμπέμ-μπιλ-εμέν», δίνοντας και
παίρνοντας με φόρα στο τσαρσί, εγέμιζαν τον καστρινό αγέρα. Από την αρχή ως
εξεκινούσαν τα ντουκιάνια από το ένα και το άλλο μέρος των πεζοδρομίων, οι
ντουκιαντζήδες, Χριστιανοί και Τούρκοι, επουλούσαν τις λογής-λογής πραμάθειες
τους ή επαράδιναν τις παραγγελιές τους στους πηγαιμένους μουστερήδες. Οι
πρωινοί περαστικοί, ανεβοκατεβαίνοντας το τσαρσί με τα ζεμπίλια τους στα χέρια,
τραβούσαν για τα ψώνια της μέρας τους ή, πηγαίνοντας την κατηφοριά
πουσουνισμένοι, γυρίζανε για τα σπίτια τους.!...»
Κι όλα αυτά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στην αγορά του αγά τσαρσί. Το όνομά της
είναι κεντρική αγορά του Ηρακλείου και θα βρει κανείς διάφορα καταστήματα με
μπαχαρικά, τυριά, οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, τουριστικά είδη και πολλές μικρές
ταβέρνες. Τα ψαράδικα παραμένουν στην ίδια θέση και ο κόσμος ακόμα και σήμερα
είναι πολύς, έτσι ώστε αυτό που θυμίζει τούτη την αγορά του Μεγάλου Κάστρου
εκείνου του καιρού είναι η ποικιλομορφία της και το ατελείωτο
σουλάτσο στα σοκάκια της.
ΠΗΓΕΣ
Χωρογραφία της Κρήτης, νέα έκδοση του ΤΕΕ/ΤΑΚ , 1983
Το Ηράκλειο εντός των τειχών, Χρυσούλα Τζομπανάκη,
2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου