Επιμέλεια κειμένου Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Γάλλος αξιωματικός, φιλέλληνας, «ή μάλλον ειπείν Έλλην», όπως γράφει ο ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Ιωάννης Φιλήμων, ο Ιωσήφ Βαλέστ (Joseph Balestra) ή Βαλέστας, ή Βαλέστος ή Βαλέστρας, γεννήθηκε το 1790 στα Χανιά από Κορσικανικής καταγωγής πατέρα που διέμεινε στο νησί για εμπορικούς λόγους.
Μεγαλώνοντας έφυγε από την Κρήτη για την
Γαλλία όπου σπούδασε σε στρατιωτικές σχολές και υπηρέτησε στο στρατό του
Ναπολέοντα ως το 1814 που επέστρεψε και συνεργάστηκε μικρό διάστημα με τον
έμπορο πατέρα του καθώς από μικρός ήταν εξοικειωμένος με τα ήθη και τον
χαρακτήρα των Ελλήνων και γνώριζε άπταιστα τα ελληνικά.
Από την Τεργέστη, όπου βρισκόταν για εμπορικές
υποθέσεις, ακολούθησε στην Ελλάδα τον Δημήτριο Υψηλάντη (8 Ιουνίου 1821), ο οποίος
είχε αποφασίσει να του αναθέσει την οργάνωση του ελληνικού στρατού σύμφωνα με
τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αμέσως μετά την άφιξή του στα Βέρβενα (21 Ιουνίου 1821) κι ενώ
συνεχιζόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς, οργάνωσε το πρώτο τακτικό σώμα από 248
άνδρες, οπλισμένο με γαλλικά όπλα από χρήματα που διέθεσε ο Υψηλάντης και
τέθηκε επικεφαλής του με τον βαθμό του χιλίαρχου.
Η πρώτη του στρατιωτική ενέργεια ήταν η αποτροπή της
απόβασης των Τούρκων του Καρά-Αλή στην παραλία της απελευθερωμένης Καλαμάτας (27 Αυγούστου 1821). Ο
τούρκος ναύαρχος επιχείρησε να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους έλληνες που
πολιορκούσαν την Τριπολιτσά, αλλά ο Βαλέστ τοποθέτησε σε τέτοια διάταξη τους
λιγοστούς άνδρες του (είχε και τη συμπαράσταση 100 Μανιατών υπό τον Παναγιώτη
Τρουπάκη), ώστε ο Καρα-Αλής νόμισε ότι είχε να αντιμετωπίσει πολυπληθή τακτικό
στρατό και δεν αποτόλμησε την απόβαση. Η ευφυής κίνηση του Βαλέστ ανέβασε τη
φήμη του.
Έλαβε κατόπιν μέρος στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821),
στην αποτυχημένη άλωση του Ναυπλίου (4 Δεκεμβρίου 1821), ενώ
στις 14 Ιανουάριου 1822
παρέλαβε το φρούριο της Ακροκορίνθου, μετά τη συμφωνία με τους Τοιύρκους για
την παράδοσή του.
Στη συνέχεια αποφάσισε να βοηθήσει τον αγώνα της
Κρήτης και στις 20 Μαρτίου 1822
έφθασε στο Λουτρό Σφακίων, με μερικούς υπαξιωματικούς και στρατιώτες. Σε
συνεννόηση με τον ελληνορώσο Μιχαήλ Αφεντούλιεφ, που είχε οριστεί γενικός
έπαρχος Κρήτης από τους επαναστατημένους χριστιανούς, αλλά και ντόπιους
οπλαρχηγούς, σχεδίασε την κατάληψη των φρουρίων του νησιού. Ο ίδιος πίστευε ότι
η κατοχή τουλάχιστον ενός φρουρίου ήταν αναγκαία για την επιτυχία της
επανάστασης στην Κρήτη.
Στις 14 Απριλίου 1822, σε μία
ηρωική προσπάθειά του για την κατάληψη του φρουρίου του Ρεθύμνου,
αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε. Οι Τούρκοι έκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι
του, τα κάρφωσαν σε κοντάρια και τα περιέφεραν θριαμβευτικά στο Ρέθυμνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου