Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Θρύλοι της Κρήτης: Η άκαρδη Τουρκοπούλα

 



Το παρόν κείμενο εμπεριέχεται στο βιβλίο της γράφουσας  "Μια φορά κι έναν καιρό- Θρύλοι της Κρήτης για μεγάλους μα και για παιδιά- και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ

Ετούτη η ιστορία παιδιά θα μας γυρίσει στα χρόνια που την Κρήτη μας την όριζαν οι Τούρκοι, και πιο συγκεκριμένα θα μας πάει σε ένα χωριό, ποιο χωριό τώρα δεν έχει νομίζω και τόση σημασία, ας το ονομάσουμε εμείς Κεφαλοχώρι.

Στο Κεφαλοχώρι λοιπόν ζούσε ένας πασάς που για κακή του τύχη η μοναδική κόρη που απέκτησε ήταν τόσο άσχημη που τρόμαζε ακόμα κι ο καθρέπτης όταν την έβλεπε και την έδειχνε ασχημότερη, που λέει ο λόγος.

Κοντή, μαυριδερή, ζαρωμένη, καμπούρα, με δυο μάτια σαν κλειστές γραμμές, ο πασάς δεν κατάλαβε ποτέ του από που  ξεπρόβαλλε τούτο το τερατόμορφο πλάσμα αφού και ο ίδιος ήταν ομορφάντρας μα και η μάνα της από τις πιο εκλεκτές του χαρεμιού του.

    «Ποιανού δαίμονα έμοιασε» αναρωτιόταν με θλίψη τον πρώτο καιρό κοιτώντας την, μα ήταν τόση η αποστροφή που του προκαλούσε η θυγατέρα του που δεν άντεξε να την βλέπει για καιρό, την απομόνωσε λοιπόν σε μια μακρινή γωνιά του σαραγιού και στο εξής, θέλοντας να ξεχάσει παντελώς την ύπαρξη της, σταμάτησε να ασχολείται μαζί της.

   Έτσι, το πανάσχημο κορίτσι μεγάλωσε χωρίς να γνωρίσει μηδέποτε το χάδι της μάνας και του πατέρα, με παραμάνες και νταντάδες, ολομόναχο δηλαδή στην ουσία, αφρόντιστο όπως αφρόντιστα μεγαλώνουν τα αγριόχορτα του αγρού και δίχως ίχνος αληθινής αγάπης και έγνοιας, και αφού δεν αγαπήθηκε από κανέναν, ούτε κι αυτό δεν αγάπησε ποτέ του κανένα.

 Η καρδιά της δεν άνοιξε ποτέ για να βάλει μέσα της λίγη, έστω, αγάπη, εξόν από μια φορά που ερωτεύτηκε παράφορα κάποιον ομόθρησκο της κι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τον αποκτήσει.

Εκείνος, ωστόσο, λογικά δεν ανταποκρίθηκε, κι όταν πια κι αυτή είδε κι απόειδε, διέταξε να τον φέρουν μπροστά της λυτό ή δεμένο, πα να πει είτε με τη θέληση του είτε χωρίς τη θέληση του, προφανώς όμως το Τουρκόπουλο υποψιάστηκε τις προθέσεις της και το δύστυχο τρόμαξε τόσο που το έβαλε στα πόδια.

    «Μωρέ δε πα να ‘ναι η κόρη του πασά, κι η κόρη του Σουλτάνου να είναι το ίδιο μου κάνει, κάλλιο να πάω να ζήσω στην άκρη του κόσμου παρά να αγκαλιάσω τούτο το τέρας» σκέφτηκε κι όπου φύγει, φύγει… εξαφανίστηκε από προσώπου γης και ποτέ κανείς δεν έμαθε που καταστάλαξε.

   Ο ουρανός έπεσε και πλάκωσε την κόρη του πασά μόλις έμαθε τη φυγή του, λες κι έγινε ένας σεισμός μέσα της που αναποδογύρισε τα πάντα, κι από εκείνη τη στιγμή σταμάτησε να είναι άνθρωπος. Έμοιαζε σαν να ξεπετάχτηκε ένα φίδι από τα χαλάσματα των σπλάχνων της και αυτό, και μόνο αυτό, από κει κι έπειτα την έκανε κουμάντο… σε τέτοιο βαθμό μάλιστα είχε αναπτυχθεί ο νέος, φιδίσιος εαυτός της, που κάθε που την συναντούσαν κυριολεκτικά κατουριόταν απάνω τους από φόβο κάθε που την συναντούσαν, γι’ αυτό κιόλας απέφευγαν παντοιοτρόπως να συναντηθεί ο δρόμος τους με το δρόμο της άκαρδης Τουρκοπούλας.

   Το δηλητήριο όμως που είχε χυθεί στη ψυχή της γεμίζοντας την από μίσος, δεν είχε ανάγκη ούτε από κάτι να δει ούτε απο κάτι να την εξοργίσει, όποτε αυτή ήθελε αιτία για να ξεσπάσει την έβρισκε μόνη της χωρίς να περιμένει να της δώσει αφορμή ο άλλος… κι αλίμονο για τον κοσμάκη, την ήθελε πολύ συχνά, κι όσο περνούσε ο καιρός την ήθελε ακόμα συχνότερα.

   Ήρθε όμως κάποτε μέρα που το ξύλο που έδινε κι οι αγγαρείες που άσκοπα φόρτωνε όποιον έβρισκε μπρος της για να κάνει χάζι έπαψαν πλέον να την ευχαριστούν, οπότε άρχισε να αναζητά νέα βασανιστήρια για να της προκαλέσουν το ενδιαφέρον… έβαλε λοιπόν το μυαλό της να δουλέψει και τελικά αυτό που σοφίστηκε μονάχα ένας άνθρωπος με διαβολικά ένστικτα θα μπορούσε να έκανε.

Διέταξε να φτιάξουν έξω από το σαράι ένα μεγάλο ξυλόφουρνο κι όταν τον έφτιαξαν που την έχανες, που την έβρισκες, εκεί διαρκώς.

   Στην αρχή βέβαια προκάλεσε εντύπωση η τελευταία μανία της… τι στην ευχή γύρευε ολημερίς στο φούρνο η Τούρκισσα αφού ποτέ κανείς δεν την είδε να ψήνει, αναρωτιόταν όλοι μα κανείς δεν τόλμησε να βγάλει την απορία από το στόμα του, ο καθείς την κρατούσε για τον εαυτό του.

   Έτσι πέρασε αρκετός καιρός χωρίς να απαντηθούν τα ερωτήματα των χωριανών, κοντά χρόνος, επειδή όμως τίποτα δεν παραμένει κρυφό, κάτι πνιχτές φωνές κάποτε κίνησαν τις υποψίες μιας γειτόνισσας κι αποφάσισε, ας είναι και με κίνδυνο της ζωής της, να παραμονέψει για να μάθει τι συνέβαινε, όπως και πράγματι έκανε.

Μόλις όμως είδε τη φρικτή αλήθεια, ω Θεέ μου, μονολόγησε κι ευχήθηκε να ήταν δυνατόν να ξερίζωνε τα μάτια της από τις κόχες τους για να μην αντίκριζαν το πιο φριχτό θέαμα που θα μπορούσε να αντικρίσει ποτέ κανείς:

   Το τέρας με την ανθρώπινη μορφή στέκονταν έξω από το φούρνο για να μπορεί να προσκαλεί μικρά κι ανυποψίαστα παιδιά τάχα για να τα κεράσει από τα ψημένα της, και φυσικά εκείνα με την αθωότητα τους πλησίαζαν απλώνοντας το χεράκι τους. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή λοιπόν η Τούρκισσα, αφού πρώτα έριχνε μια ματιά γύρω για να βεβαιωθεί πως ήταν μοναχή της, τα άρπαζε από το απλωμένο χέρι, τους βούλωνε το στόμα για να μην ακουστούν οι φωνές τους και στη συνέχεια άνοιγε σαν αστραπή το φούρνο που έκαιγε και τα πετούσε μέσα για να καούν ολοζώντανα.

   Αλαλιασμένη η γειτόνισσα έτρεξε στον κύρη της τον πασά και χωρίς να διστάσει του περιέγραψε με λεπτομέρειες το θέαμα που είδε, κι εκείνος, που κατά βάθος ήταν καλός άνθρωπος, αντί να τη βγάλει τρελή όπως ίσως θα έκανε άλλος στη θέση του, διέταξε να κλείσουν την κόρη του σε ένα μπουντρούμι χωρίς νερό και χωρίς φαί ίσαμε να μαρτυρήσει πόσα παιδιά είχε θανατώσει με αυτό το φρικτό τρόπο.

Σκληρή κι αλύγιστη όμως, σαν πέτρα η κόρη του δεν μαρτύρησε το ελάχιστο- η παράδοση πάντως μας λέει πως πρέπει να έκαψε ίσαμε δέκα- κι όταν ο πασάς είδε κι απόειδε πήρε τη δίκαιη απόφαση να μην ξαναβγεί ποτέ πια από το σκοτεινό μπουντρούμι… έτσι η άκαρδη Τουρκοπούλα δεν ξαναείδε το φως του ήλιου ως την ημέρα που απάλλαξε επιτέλους το χώμα που πατούσε από το άσκοπο βάρος της,

ε, και τότε πια, για να μην την πετάξουν κι εντελώς και την φάνε τα σκυλιά οι ομόθρησκοι της την έθαψαν κατά πως όριζε η παράδοση τους μπας και δεήσει ο Θεός τους να την συγχωρέσει. 

   Λίγες μέρες όμως μετά το θάνατο της, πάλι σύμφωνα με την παράδοση, συνέβη κάτι εντελώς πρωτόγνωρο και τρομακτικό:

Η γης που την έθαψαν δεν χώνευε το πτώμα της…, ναι, επτά φορές, λένε, την έθαψαν κι επτά φορές το χώμα την ξέρασε ώσπου πήρε την απόφαση ο Χότζας να κάψουν το πτώμα της ούτως ώστε και η έρμη η ψυχή της να πάψει να βασανίζεται, μα και τους ανθρώπους που την έβλεπαν να τρομάζει.

   Σας κάνει εντύπωση τώρα εσάς που διαβάζετε τούτες τις σελίδες ένα τέτοιο πράγμα, μα αν φέρετε στο μυαλό σας μια κουβέντα που λέει ο λαός μας θα δείτε πως όλα έχουν την εξήγηση τους.

Ο λαός μας λοιπόν λέει για κάποιον όταν κάνει πολύ μεγάλο κακό «που να μην τον δεχτεί η γης που τον γέννησε» εννοώντας όμως αυτός ο άνθρωπος να μην βρει γαλήνη πουθενά, ούτε ζωντανός μα ούτε και πεθαμένος… κάτι τέτοιο προφανώς συνέβη και με την άκαρδη Τουρκοπούλα, άσχετα αν ο θρύλος έχει το δικαίωμα να πιάνει το κάθε τι στα χέρια του και να το πλάθει κατά πως ο ίδιος νομίζει.

   Η ουσία πάντως είναι μία παιδιά, πως εκτός από αυτή τη ζωή, που είναι βέβαια πάρα πολύ όμορφη, υπάρχει και μια άλλη που ίσως και να είναι ακόμα ομορφότερη, επομένως όπως φροντίζουμε να περνάμε καλά στην τωρινή εξίσου πρέπει να φροντίζουμε και για την κατοπινή.

Πως θα το καταφέρουμε; Αγαπώντας φυσικά... αγαπώντας το διπλανό μας, αγαπώντας το φίλο, τον ξένο, τον εχθρό, αγαπώντας και φροντίζοντας το περιβάλλον, αγαπώντας με δυο λόγια ότι συγκατοικεί μαζί με εμάς σε τούτο το σύμπαν.

Ε, δεν νομίζω δα να είναι και τόσο δύσκολο, έτσι;

                                                               

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κεντρική αγορά... κάποτε...Εικόνες

Ας δούμε σε δυο φωτογραφίες πως ήταν η κεντρική αγορά της πόλης μας κάποτε...το έχουμε ξαναδει βέβαια ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ   και ΕΔΩ και ΕΔΩ -αν θέλετ...