Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
«Εκεί ήσαν κάμποι και βουνά, και δάση και πηγάδια, δέντρα μ΄ αθούς και με καρπούς και δροσερά λιβάδια, μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια…»
Βιτσέντζος Κορνάρος
Καμιά φορά όμως οι γραπτές αναφορές για την αλήθεια κάποιου θέματος περιττεύουν, ή τουλάχιστον μετατρέπονται σε περιττή πολυτέλεια, καθώς αρκεί να δεις από κοντά τη στενή επικοινωνία που υπάρχει ακόμα ανάμεσα στο βοσκό και στα πρόβατα του κουραδιού του για να διαπιστώσεις πόσο βαθιά μέσα στους αιώνες χάνονται οι ρίζες του ποιμενικού βίου στη Κρήτη.
Σήμερα βέβαια ελάχιστα δυστυχώς χαρακτηριστικά στοιχεία μας θυμίζουν πια τη κτηνοτροφία σε κείνη την αλλοτινή μορφή του παρελθόντος της.
Αυτοκινητόδρομοι έχουν αντικαταστήσει τα κακοτράχαλα μονοπάτια ανάμεσα στα βουνά, τέσσερα επί τέσσερα έχουν ανακουφίσει από τη πεζοπορία, κινητά τηλέφωνα έχουν κάνει πιο εύκολη την επαφή, και φυσικά είναι πλέον φαινόμενο σπάνιο να συναντήσεις ένα βοσκό να «ξωλαλεί» - να οδηγεί - το κουράδι του περπατώντας και υποβασταζόμενος στη βέργα του με περίφημη, γραφική «βούργια» στη πλάτη με όλα τα απαραίτητα προς το ζην μέσα της που ίσως να μην ήταν και τίποτα παραπάνω από δυο- τρεις ντάγκους σταρένιο, ζυμωτό παξιμάδι κι ένα κομμάτι αθότυρο.
Εν τούτοις, αιώνες τώρα ο βοσκός μέσα στην αναγκαστική μοναξιά της μάντρας του χειμαδιού και του μητάτου του που καθορίζεται από τη φύση του επαγγέλματος του , δε κατάφερε ν΄ αποφύγει να συναντιέται με τη πρωτόγονη του υπόσταση και καθώς ο πιο κοντινός του σύντροφος είναι τα «ζα» του, ο τρόπος της μεταξύ τους επικοινωνίας δε διαφέρει σε τίποτα από την εποχή που, όπως λέει ο Βολταίρος: «….τα πουλιά, τα ερπετά, τα άλογα, τα μουλάρια, τα πρόβατα, τα ζώα γενικά, μιλούσαν οικεία με τους ανθρώπους πριν συνειδητοποιήσουν την υστεροβουλία του και κλείσουν μια για πάντα το στόμα τους…»
Ο επικοινωνία όμως ανάμεσα σε βοσκό και πρόβατα , ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο ο άνθρωπος καλεί και το ζωντανό ανταποδίδει στο κάλεσμα του, εκτός του ότι θυμίζει ακόμα εκείνη την αγαθή εποχή, καταρρίπτει επίσης παταγωδώς και το μύθο το σχετικό με την έλλειψη νοημοσύνης των αγαθών τετραπόδων αλλά αυτό βέβαια είναι κάτι που το μέγεθος του μπορεί να συλλάβει κανείς μόνο όταν του το παρουσιάσουν σαν εικόνα τα ίδια τα μάτια του.
«Ποιος τα λέει αυτά; Αυτά τα λένε μόνο όσοι δε ξέρουν, οι άσχετοι…» μας πληροφορεί ο κτηνοτρόφος κ. Μανόλης Κεφαλογιάννης από το χωριό Νίβρυτος Καινούριου που φιλοξένησε ευγενικά τις «Σ» στο χειμαδιό και στο σπίτι του. δίνοντας μας την ευκαιρία να δούμε πράγματα που ίσως ποτέ άλλοτε δε θα βλέπαμε. « Δε τηνε βάζει ο νους τ΄ ανθρώπου τη νοημοσύνη που έχουν τα πρόβατα, ανέ μασε βολεύει δα εμάς να βλέπομαι τ΄ αντίθετο αλλάζει..» εξακολούθησε και για να αποδείξει του λόγου του το αληθές έσυρε μια πρωτόγονη κραυγή και δεκάδες κεφαλάκια, άσπρα, μαυρόασπρα, καφετιά, γκρίζα, με βούλες ή χωρίς βούλες, άρχισαν να ξεπροβάλλουν πίσω από δέντρα και πλαγιές και να συγκεντρώνονται δίπλα του διατηρώντας όμως ταυτόχρονα και μια εκπληκτική απόσταση ασφαλείας από τα ξένα πρόσωπα που για πρώτη φορά αντίκριζαν.
«Θωρείται;» συνέχισε ο ποιμένας « σε καμιά άλλη φωνή δε φανερώνονται, μόνο στην εδική μου, κάντε μια πρόβα και θα δείτε ανέ σασε πλησιάσουν. Και να ΄τανε μόνο αυτό; γνωρίζουν και το αυτοκίνητο μου, μόνο άμα κούσουν τη κόρνα μου προβέρνουν, σε καμιά άλλη» κι ήταν όντως πραγματικότητα τα όσα έλεγε καθώς τα ζωντανά του, σαν γνήσια «αορίσια» γιδοπρόβατα, έτρεχαν ασύλληπτα σε κάθε ανεπιθύμητη προσπάθεια έστω ακόμα και χαϊδέματος από τους άγνωστους επισκέπτες που με τη περιέργεια τους τάρασσαν ενοχλητικά τη δική τους, μακαριστή ησυχία.
Βλέποντας κανείς τη ταχύτητα και την αντοχή των ποδιών του πενηνταπεντάχρονου βοσκού που συναγωνίζονταν επάξια τη ταχύτητα των ζωντανών του τη στιγμή που έτρεχε να τα συγκεντρώσει, αλλά και των χεριών του επίσης, καθώς εξακολουθώντας να συνεννοείται μαζί τους με τον ίδιο αρχέγονο τρόπο, έπιανε μυσταγωγικά τις «μουσταρές» -τα στήθη- των αιγοπροβάτων του για να τα αρμέξει, σίγουρα θα σκεφτόταν πως αιώνες τώρα η βοσκική δε μπορεί παρά να έχει αφήσει πολλά κατάλοιπα πίσω της για να υπενθυμίζουν το σημαντικό ρόλο που από τη Μινωική Κρήτη διατήρησε το επάγγελμα στο νησί μας:
«Πολλά…πολλά…» επιβεβαιώνει και ο κ. Μανόλης Κεφαλογιάννης αλλά και ο γεροντότερος πατέρας του, κτηνοτρόφος επίσης, ο ογδονταπεντάχρονος κ. Μιχάλης Κεφαλογιάννης «Οι βοσκοί ήτονε κάποτε οι μετεωρολόγοι αφού μόνο αυτοί εμπορούσανε να προβλέψουνε τον καιρό από τα σημάδια όντε δεν υπήρχανε τα δελτία ειδήσεων, μόνο εμείς τα κατέχαμε και κανονίζαμε τις δουλειές μας από κειανά που βλέπαμε .
Ο καιρός για να καταλάβετε ήτονε μπελί – ήταν ξεκάθαρος- ανέ φέρει βροχή από ΄να σύννεφο που ΄ρχεται και καθίζει ήσυχα, ήρεμα κι απλά κι αγκαλιάζει την απέναντι κορφή, «γριά Βίγλα» τη λέμε εμείς, και δυο μέρες μετά βρέχει σίγουρα
Υπάρχουν βέβαια κι άλλα σημάδια για να ξεκαθαρίζεις τον καιρό που εδά οι καινούργιοι μπορεί να μη τα παραδέχονται, εμάς όμως ετουτανά μασε καθοδηγούσανε, όντε αρχίζουν π.χ. τα πρόβατα να κάνουν φασαρία, κύμα κακοκαιρίας έρχεται οπωσδήποτε… όντε είναι η τρούλα του φεγγαριού τα ίσα πάνω ο καιρός είναι βορινός, όντε είναι ανάσκελα νοτικός, ακόμα και η ώρα σάικα- σίγουρα- από τη πούλια και το μεράστρι είναι μπελί- ειναι φανερή-.
Και σάικα εκτός από τον καιρό υπάρχουν κι άλλα πράγματα που οι καινούργιοι δε τα παραδέχονται, ακόμα κι έτσι όμως μια μεγάλη μερίδα κόσμου τους παρακαλεί να τ΄ αφήσουν στη θέση τους αφού έτσι κι αλλιώς ο κάθε λογής θρύλος δεν είναι τίποτε παραπάνω από τη πινελιά που προσθέτει αντί να αφαιρεί από το πίνακα της ιστορίας:
«Από τση τρύπες τση κουτάλας τ΄ αρνιού, απ΄ τ΄ αρμί όπως το λέμενε εμείς, μπορείς να μάθεις τα πάντα.» συνεχίζει ο γέρο- Κεφαλογιάννης « ανέ ΄χεις καλούς φίλους, ανέ σ΄ αγαπούνε, αν είσαι καλοδεχούμενος ή κακοδεχούμενος σ΄ ένα σπίτι , ανέ σου κάμει η βαρεμένη γυναίκα κοπέλι θηλυκό ή αρσενικό, ένα ή δυο, ανέ σου συντυχαίνει θάνατος η αρρώστια στο σπίτι, όλα, τα πάντα τα μολογά η κουτάλα. Μέχρι και ανακατωσούρα στο κράτος μπορεί να σου μολοήσει αρκεί μόνο να ΄χει γεννηθεί το πρόβατο στο χέρια σου.
Εδά τελευταία μαθές λένε οι κτηνίατροι πως ετούτεσας οι τρύπες είναι αρτηρίες για να τρέφεται το κόκαλο κι όχι ετουτανά που πιστεύομε εμείς μα εγώ κατέχω πως είχα ένα σύντεκνο στα Καπετανιανά κι απ΄ τη κουτάλα μέσα του βρήκα πως θα κάμει η γυναίκα ντου δυο κοπέλια, και τα δυο αρσενικά, όντε ν΄ ήτονε βαρεμένη κ ι ήντα μου λένε δα αυτοί εγώ τ΄ ακούω βερεσέ…»
Υπάρχει βέβαια και η άσχημη πλευρά του θέματος, όμως για εκείνους που έχουν βιώσει το πρόβλημα προκύπτει πάντα μια κατάλληλη δικαιολογία που ίσως τελικά και να μην είναι απλώς δικαιολογία αλλά η αλήθεια, ή έστω ένα μέρος της αλήθειας:
«Από το 1924 είμαι βοσκός» συνεχίζει ο γέρο- ποιμένας « αιμά, λες να μη το κατέχω πως εκλέβγανε τα ωζά κάποτε, ακόμα τα κλέβγουνε… Μόνο που τότεσάς κλέβγανε οι αθρώποι γιατί πεινούσανε. Ανέ σκεφτείς πως ο καλύτερος βοσκός κάποτε είχενε εκατό πενήντα ωζά κι εδά ο πιο μικρός το λιγότερο μια πεντακοσαρά, θα καταλάβεις γιατί. Δε σου λέω μαθές πως δεν υπήρχανε κι οι άλλοι που κλέβγανε από εγωισμό αφού όσο πιο πολλά ωζά ήκλεβες τόσονά και πιο άντρας λογούσουνε, μα κατά το πλείστο οι αθρώποι επεινούσανε και κλέβγανε ένα- δυο ωζά για να φάνε κι όχι σαν εδά που δε κλέβγουνε από πείνα κι άμα στη κάμουνε θα στη κάμουνε μια και καλή…
Τότεσάς όμως ήτονε αλλιώς τα πράματα, εμάς να σκεφτείς επαδέ τα πρόβατα τα ΄χανε μόνο δυο οικογένειες όλες κι όλες, οι Γαρύπηδες και οι Ορφανήδες, εμείς οι υπόλοιποι εδυστυχούσαμε.
Και τα λίγα απου ΄χαμε εψοφούσανε πολλές φορές από πείνα, είχε μαθές πιο πολύ φαΐ για τα ζωντανά στσοι βοσκότοπους στα όρη που δεν έχει σήμερα, μα είχενε και τσ΄ αγροφυλάκους και την αγροφυλακή που δεν αφήνανε τσ΄ ανθρώπους να μπαίνουνε και να ταΐζουνε τα ζωντανά τους … εγώ να σκεφτείς επήγαινα μια βολά στο χειμαδιό στο Κρότο και μου ψοφήσανε στο δρόμο εκατό πρόβατα!
Ήκλεβε δηλαδή κατά το πλείστον ο κόσμος απ΄ ανάγκη, μα επειδή κι ο άλλος ήπρεπε να προστατέψει το πράμα ντου, για τούτονά έκάνανε και τση σαμιές, διακριτικά σημάδια δηλαδή στ΄ αυτιά των οζών για να μπορεί ο κάθαείς να ξεχωρίζει το δικό του :
Δεξί πιρούνι, αριστερό πιρούνι, κουτσάφτη, αριστερό κουτσάφτη, δεξί κουτσάφτη, μπρο- κόκαρο, δίμπροκάκαρο, πίσω κόκαρο, πολλώ λογιώ είναι οι σαμιές αν και απ΄ ότι έχω ακούσει σε λίγο δε θα χρειάζονται αφού θα υπάρχουν κωδικοί και θα βάλουνε λέει στα ωζά μικροτσίπ… καλό είναι ετούτονά, κακό, δε κατέχω, ο Θεός κι η μοίρα ντως.
Καλό είναι αυτό μπάρμπα, κακό, μακάρι να ήσουν ο μόνος που δε κατέχεις, οπότε άστο, εσύ βέβαια μπορεί να μη ζεις για να το διαπιστώσεις αλλά τελικά μόνο ο χρόνος είναι ικανός για να μπορέσει στο μέλλον να «κατέχει.» και να μιλήσει όπως ακριβώς μιλάς εσύ τώρα αντιπροσωπεύοντας ακόμα το δικό σου, παρελθόντα χρόνο:
«Δύσκολη η ζωή του βοσκού, καλή αλλά και δύσκολη! Μέχρι και πριν λίγα χρόνια κανείς δε μας εθυμούντανε κι αθρώποι και ζωντανά επεινούσαμε σχεδόν. Επαίρναμε το κοπάδι και πάνω- κάτω, πάνω- κάτω, το χειμώνα στα νότια, το καλοκαίρι στ΄ αόρια, δυο μερώ διαδρομή με τα πόδια και μια ξομονή ίσαμε το χωριό μας απ΄ τη μια μπάντα στην άλλη, εκοιμούμαστε και πάνω από δέκα μέρες μέσα σε σπήλιους, ανεβαίναμε στη κορφή του Ρούβα με τα πόδια και τση πιο πολλές βολές ολομόναχοι. Η μόνη μας παρέα τότεσας ήτονε το φθιαμπόλι, η φλογέρα κι η ασκομαντούρα, και για τούτονά το λόγο ανέ θες να κατέχεις εμαθαίνανε κι επαίζανε κι όλοι οι βοσκοί κάποτε, για να τοσέ βαστεί παρέα τ΄ όργανο, εδά πράμα, ήκουσες εσύ κιανένα βοσκό να παίζει μπλιο;
Εδά κοντό ήντα παράπονο έχουνε, με τσ΄ επιδοτήσεις ντως, με τση δρόμους, με τ΄ αμάξα ντως, τη ταχυνή πορίζουνε απ΄ το σπίτι ντως και μηδ΄ αργά δεν είναι κι είναι γιαγερμένοι οπίσω…
Πάλι θα μου πεις κι εδά που ΄ναι ελεύθερη η βοσκή είναι τα ωζά πολλά και δε περισεύγει, ανέ κάμουνε πάλι και μονάδες θ΄ ανοστίσει το κρέας και δε κατέχω, συμφέρει, δε συμφέρει, είπα σου, ο Θεός κι η μοίρα ντως…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου