Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Ιερά Μονή Παλιανής: Ναι, ήταν κάποτε ναός της Αθηνάς…

 

Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη

Βγήκε από το κεφάλι του Δία και την χάρηκε ο ουρανός του Ολύμπου. Παρθένα ιερή  την εύφρανε η αμβροσία και το νέκταρ. Στους θεούς σεβαστή, στις θεές πρωτόθρονη, νικήτρια στους πολέμους, ήταν ολάκερη η ομορφιά, η σοφία και η δύναμη.

Το όνομα της  ήταν παντού σεβαστό, όπου Έλληνας. Οι Αθηναίοι την λάτρεψαν με αφοσίωση και της αφιέρωσαν τον Παρθενώνα.

Στο μέρος της ιστορίας μας υπήρξε κι εδώ ένας τέτοιος ναός. Φτωχός ναός, μα τιμημένος στο μεγάλο όνομα της Αθηνάς. Και ποιος ξέρει; Ισως να τον προσκύνησαν πολλές γενιές, ίσως να έγιναν θυσίες,, ίσως να συνάζονταν τα γύρω πλήθη στην εορτή της θεάς…

Ισως…

«Ναι, ήταν ναός της Αθηνάς κάποτε. Γκρεμίστηκε, χορτάριασε, αφανίστηκε… μα τούτο το μάρμαρο σώζεται ακόμα. Τα άλλα χάθηκαν, τα πήραν, τα κατάπιε η γης» βεβαιώνει ακόμα την παράδοση μια υπέργηρη γερόντισσα.

Οι θεοί διέλυσαν πλέον την συντροφιά τους στον Όλυμπο. Η Ρώμη ανθίζει και μεγαλουργεί με τον σπαραγμό των χριστιανών. Το Βυζάντιο χτίστηκε και έλαμψε με την σειρά του έως ότου παραδόθηκε στα χέρια των Σταυροφόρων και η Κρήτη στα χέρια των Βενετών.

Οι Βενετοί άρχοντες στάθηκαν πολύ σκληροί κατακτητές. Τα φρούρια που ακόμα σώζονται κτίστηκαν με αίμα, πέτρινοι κολοσσοί, γι’ αυτό και ακατάλυτοι. Οι άνθρωποι καταπιεσμένοι, στερημένοι, ξεσπούσαν σε επαναστάσεις.

Είκοσι εφτά τέτοιες εκρήξεις σημειώθηκαν! Το δίκιο του ο σκλάβος το βροντοφώναξε σε κάμπους και βουνά είκοσι εφτά φορές. Μα η δύναμη του κατακτητή ήταν μεγάλη!

Την δική του επανάσταση έκανε κι ένας άνθρωπος τότε. Μόνο που ήταν σιωπηλή, αθόρυβη επανάσταση. Ίσως να του είχαν καταστρέψει την γενιά οι Βενετσιάνοι. Ίσως και να απόκαμε από την πίεση του κατακτητή και να απελπίστηκε.  Πάντως, για όποιο λόγο κι αν το αποφάσισε, στράφηκε στην φύση και στην μοναξιά του Θεού που χαρίζει την γαλήνη.

Φορώντας χοντρό μαύρο ράσο και καλογερικό σκουφί, περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε, εως ότου δίχως κι ο ίδιος να το γνωρίζει έφτασε στην ευλογημένη Μαλεβιζιώτικη γη.  Ένα ποτήρι με ρουμπινί κρασί του προσφέρθηκε από κάποιον που τον φιλοξένησε, θεϊκό δώρο που του έλυσε τα μέλη από την κούραση της οδοιπορίας.

Κι ύστερα η ματιά του βάλθηκε σαν για να πάρει δύναμη, να κοιτάζει απέναντι.

Μια φέτα γης με δυο βελανιδιές κι ένα απλωτό κυπαρίσσι. ..

Ο άνθρωπος με το ράσο και το καλογερικό σκουφί δεν περπάτησε πολύ για να φτάσει μέχρι το σημείο που μέσσω αυτού μίλησε ο Θεός στην καρδιά του. Άγριες ροδιές πλατύφυλλες, βούρλα σκληροβέλονα, σκίνα και βατομουριές μαζί με άφθονο νερό τον υποδέχτηκαν.

Επίσης μαρμάρινες κολώνες ,  σπασμένα μάρμαρα , που όμως αυτόν τον άφηναν αδιάφορο, έδιναν την εντύπωση ότι σίγουρα εκεί κάποτε υπήρξε ανθρώπινη  ζωή.

Ο ρασοφόρος έριξε κάτω το ραβδί του, δρόσισε  με το νερό το πρόσωπο και τα μαλλιά του, γονάτισε μετά κάτω και είπε:

«Να γίνει Κύριε προς Δόξαν του Ονομάτος Σου…»

Και παρέμεινε ο ρασοφόρος εκεί.  Και ένα εικόνισμα που κρατούσε μαζί του, οι Άγιοι Απόστολοι, άκουγαν κάθε πρωί και κάθε βράδυ τις προσευχές και τις επιθυμίες του.

Και ήρθε καιρός που οι επιθυμίες του έγιναν πραγματικότητα. Το καλαμένιο καλύβι που είχε φτιάξει για να μένει σκεπάστηκε με κεραμύδια. Κι ύστερα έχτισε και μια μικρή, μια τόση δα εκκλησία. Έφτιαξε κι ένα ξύλινο σήμαντροπου το χτυπούσε κάθε πρωί και κάθε βράδυ.

Ο ήχος του μάκραινε, περνούσε κι έφτανε στα κοντινά  και στα μακρινά χωριά, έφτανε ως την πόλη… παντού έφτανε, παντού…

Παντού ακούστηκε το μοναστήρι που έφτιαξε ένας ασκητής, ένας άγιος άνθρωπος.

Κι έτσι μαζεύτηκαν καλόγεροι μακρυμάλληδες και καλογεροπαίδια, όχι πολλοί μα καμιά δεκαριά πάντως υποτάχτηκαν στην προσκύνηση των Αγίων Αποστόλων και του Γέροντα τους.

Πλήθυναν τα κελιά, μεγάλωσε η εκκλησία, και περνούσαν τα χρόνια.

Κι έγινε ο Γέροντας πολύ γέροντας…

Τετρακόσια σαράντα χρόνια! Μάτωναν ο ντόπιος να δαμάσει τον ξένο, μάτωνε κι ο ξένος να δαμάσει τον ντόπιο. Κι από το πολύ αίμα απόκαμαν και λύγισαν και οι δυο.

Κι έτσι αποκαμωμένους τους βρήκε ο κοινός εχθρός, ο Τούρκος. Στα πρώτα του χτυπήματα ξύπνησαν όμως ήταν πλέον πολύ αργά. Ο εχθρός  μόλις πάτησε έσφαξε Κρητικούς και Βενετσιάνους χωρίς διάκριση.

Πήραν τα Χανιά! Το Ρέθυμνο! Κι έστησαν στην Σούδα μια πυραμίδα με πέντε χιλιάδες κεφάλια! Τράβηξαν μετά γα τον Χάνδακα και τον πολιόρκησαν. Είκοσι πέντε χρόνια! ‘Ωσπου εξέπνευσε κι αυτός και παρέδωσε πάνω σε ένα ασημένιο δίσκο τα κλειδιά του στον πορθητή του, τον Κιουπρολή πασά.

Πολύ πριν φυσικά είχε πεθάνει ο Γέροντας εκείνος που έχτισε το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων. Η αγωνία της φυλής εν των μεταξύ συνεχίζεται αμείωτη. Ξεσηκωμοί, αντάρες,  σφαγές.  Ρημάχτηκε το μοναστήρι της ιστορίας μας. Σφάχτηκαν οι καλόγεροι του κι απόμεινε σβηστό το καντήλι που έκαιγε κάποτε μπροστά στους Δώδεκα Αποστόλους.

Μια μέρα όμως βρέθηκε τυχαία μια γυναίκα εκεί κι άναψε το καντήλι στην ρημαγμένη εκκλησιά.  Βρήκε το ξύλινο σήμαντρο και το χτύπησε κι ας ήταν πεταμένο κατάχαμα και σπασμένο. Ο ήχος του τώρα πιο πνιχτός βέβαια , σήμανε την αρχή μιας άλλης εποχής. Τον άκουσαν και μαζεύτηκαν γυναίκες απελπισμένες, παρθένες τρομαγμένες, γερόντισσες κακοπαθημένες, κι έτσι ξεκίνησε μια διαφορετική σύναξη.

Το μοναστήρι ξαναχτίστηκε και ζωντάνεψε πάλι, τούτη την φορά από γυναίκες. Ένας άλλος νοικοκυρίστικος αέρας το τύλιξε και το ομόρφυνε κάνοντας την φήμη του να απλωθεί τόσο που μέχρι και οι Τούρκοι ακόμα να στέλνουν τάματα επειδή φοβόνταν την Παναγιά που το προστάτευε.

Την Παναγία την Παλιανή!

Τρείς κυνηγοί ξεκίνησαν μια μέρα με τα σκυλιά τους  από ένα διπλανό χωριό κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό. Πέρασαν έξω από το μοναστήρι ,  σταυροκοπήθηκαν και συνέχισαν τον δρόμο τους.

Όμως ξαφνικά ένα σκυλί έγινε ανήσυχο. Έφερε δυο γρήγορες βόλτες και χώθηκε σ’ ένα χαντάκι. Το ακολούθησαν οι κυνηγοί  και το είδαν να σκαλίζει ανάμεσα σε χώματα και αγριόχορτα.  Ένας κυνηγός τότε έβαλε το ραβδί του ανάμεσα στις πέτρες που σκάλισε το σκυλί κι ακούστηκε ξεκάθαρα ο ξερός θόρυβος του ξύλου. Έκαναν αν φύγουν μα το σκυλί συνέχιζε να αλυχτά θυμωμένα αναγκάζοντας τους να επιμείνουν.

Σήκωσαν την πέτρα μα αμέσως τραβήχτηκαν πίσω τρομαγμένοι. Με τα μεγάλα της μάτια, με τα σφιγμένα της χείλη, με κρουσωτή μπόλια να σκεπάζει το πρόσωπο της, κάτω από την πέτρα μια Παναγία τους έβλεπε.

Μια Παναγία!!! Όλο φως ήταν τα μάτια της. Πως μπόρεσε αλήθεια τόσα χρόνια θαμμένη να διατηρήσει εκείνο το τόσο δυνατό βλέμμα;

Όμως το θαύμα δεν σταμάτησε εκεί.  Πάνω στο χέρι της Παναγιάς ένα μικρό κλαδί είδαν ότι ήταν φυτρωμένο.

«Είναι μυρτιά» είπαν. «Να το αφήσουμε όπως είναι. Παναγία  Μυρτιώτισσα  σώσων ημάς… Παναγία η  Μυρτιώτισσα  η Παλιανή!!!»

Ώσπου  ξέσπασε το Εικοσιένα!  Με τις πρώτες σπίθες και τα πρώτα συνθήματα, ο Τούρκος  κατακτητής τώρα διάταζε ποινές κι αντίποινα τρομερα, ιδιαίτερα για τα μοναστήρια και τους κληρικούς.  Ένα απόγευμα έφτασε και ο πανικός στο  τρομαγμένο μοναστήρι μας.

«Βαλαί για τις  γκιαούρισσες» άκουσαν οι κάτοικοι του διπλανού χωριού να λένε οι Τούρκοι ενώ συνάμα ακόνιζαν τα σπαθιά τους. Οι καλόγριες πριν γίνουν λάφυρα του εχθρού  ίσα που πρόλαβαν κι έκαναν τον σταυρό τους, κι έπειτα παραδόθηκαν στην αγριάδα που τους χάρισε το αγγελικό σχήμα.

Μολις  που πρόλαβε και ψιθύρισε μια « Η Παρθενία… δεν είναι εδώ η Παρθενία…»

Η Παρθενία είχε βγει το απόγευμα έξω για να μαζέψει χόρτα, κι όταν κάποια στιγμή από κει που βρίσκονταν έστρεψε τα μάτια της προς το μοναστήρι είδε μόνο καπνούς.

Εμεινε ακίνητη και όρθια όλη την νύχτα, κι όταν την άλλη μέρα σύρθηκε ως τη μονή αντίκρισε μόνο σπασμένες εικόνες, καμένα στασίδια και πτώματα.

Πτώματα σφαγιασμένα, βιασμένα, κι απανθρακωμένα.

Εβδομήντα πτώματα φιλούσε, αναγνώριζε, κι έκλαιγε «Διονυσία… Χριστοφορία… Κορνηλία… Αγνή… Γερασιμία αδελφή μου… Μαριάμ…»

Στο μοναστήρι έκτοτε κανείς από τους κατοίκους των γύρω χωριών δεν ξαναπάτησε. Τι να έκαναν εκεί άλλωστε; Όμως έλεγαν πως όταν  στο χαλασμό μάζεψαν οι Τούρκοι όλα τα εικονίσματα και τους έβαλλαν φωτιά, μια εικόνα ξαφνικά ξεχώρισε κι αναδεύτηκε από τις φλόγες και με αόρατα λες φτερά  ανέβαινε προς τα πάνω.

Ένας Τούρκος μάλιστα πρόλαβε και την σημάδεψε με το πιστόλι του, βρήκε την εικόνα η σφαίρα που φάνηκε προς στιγμήν να κλονίζεται στον αέρα μα αμέσως σαν να την πήρε φύσημα τράβηξε μακριά ώσπου χάθηκε.  Η εικόνα αυτή σώζεται σήμερα σε μοναστήρι της Πάρου και λέγεται Παναγία η Παλιανή.

Όσο για τον Τούρκο που την πυροβόλησε, είπαν οι ίδιοι οι ομόθρησκοι του ότι φεύγοντας μετά την καταστροφή από το μοναστήρι τον πήραν νεκρό. Πέθανε δίχως ανθρώπου χέρι να τον έχει αγγίξει.

Τα χρόνια περνούν και οι Τούρκοι έχουν πλέον σε πολλά υποχωρήσει, και οι Γραικοί σε πολλά ελευθερωθεί.  Οι άνθρωποι ξανάρχισαν τις δουλειές τους, ανθούσαν ξανά τα χωράφια τους και ξανάχτιζαν σιγά, σιγά τα σπίτια τους. Η Παρθενία γύρισε ξανά στο μοναστήρι, έκανε εράνους, παρακάλεσε ανθρώπους  κι έστησε πάλι  καινούργια εικονίσματα, άναψε καινούργια καντήλια.

Με την δική της πρωτοβουλία κι υπεράνθρωπη προσπάθεια, καθώς επίσης κι όλων όσων πέρασαν έκτοτε από κει, η μονή της Παλιανής συνεχίζει να υπάρχει ως σήμερα στο ειρηνικό τοπίο και συνεχίζει την ιστορική πορεία της,

Για να μας ομολογεί και το πιο μικρό κομμάτι πέτρας εκεί για την θρυλική πρώτη ηγουμένη , την Παρθενία, για τους σεβάσμιους Πρεσβυτέρους που ιερούργησαν όπως τον Φώτιο Θεοδοσάκη, που οι Γερμανοί επιδρομείς , μετά την κατάκτηση του νησιού, τον  υποχρέωσαν να ανοίξει τον τάφο του, να ψάλλει ο ίδιος την νεκρώσιμη ακολουθία του, και μετά τον εκτέλεσαν.

Για να μας λέει για τα παλιά, για τα τωρινά, μα και γα τα μελλούμενα πάθη των ανθρώπων, και κοσμικών και μοναχών, γιατί κανείς ποτέ από αυτά δεν είναι απέραστος.

Μπορούν άραγε να μετρηθούν τα ανθρώπινα βάσανα;

«Δεν έχουν τελειωμό τα πάθη των ανθρώπων» όπως έχει πει κι ο μεγάλος μας Παπαδιαμάντης… όμως κι απ’ την άλλη μεριά ποτέ δεν στερεύει το ανθρώπινο έλεος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κεντρική αγορά... κάποτε...Εικόνες

Ας δούμε σε δυο φωτογραφίες πως ήταν η κεντρική αγορά της πόλης μας κάποτε...το έχουμε ξαναδει βέβαια ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ   και ΕΔΩ και ΕΔΩ -αν θέλετ...