Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Μπορεί η
μεγάλη τούτη γυναικεία μορφή του τόπου μας να έχει περάσει εδώ και χρόνια
στη χώρα των Μακάρων, η προσφορά της όμως ήταν τέτοια που δεν επιτρέπει να
ξεχαστεί. Επειδή λοιπόν είχα την τύχη να την γνωρίσω απο κοντά, μάλιστα ήμουν ο
τελευταίος άνθρωπος που μίλησε μαζι του δημοσιογραφικά- ακόμα ηχεί στα αυτιά
μου η λαλίστατη φωνή της που υποδήλωνε την ευγένεια και την ύψιστη- για την
εποχή της- παιδεία που έλαβε έτσι όπως μου εξηγούσε πως είχε την τύχη να
γεννηθεί μέσα σε ένα άκρως πνευματικό περιβάλλον, θεώρησα προσωπικο καθήκον όχι
μόνο στην ίδια αλλά και απέναντι στον τόπο μας να αναδημοσιεύσω τη συνέντευξη
μας
«Ο πατέρας μου Σταύρος
Μπουρλώτος, επί πολλά χρόνια διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας
Ηρακλείου, παρ΄ ότι Χιώτης στη καταγωγή ήρθε στη Κρήτη το 1929 με
αφορμή την απόφαση της τότε ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας που αφορούσε την
αναβάθμιση των διδασκαλείων σε όλα τα μέρη της Ελλάδος σε Παιδαγωγικές
Ακαδημίες. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο θα έπρεπε να υπάρχουν παιδαγωγοί που
στη χώρα μας τότε δεν υπήρχαν πλην ελάχιστων εξαιρέσεων όπως ο πατέρας μου και
κάποιοι άλλοι που σε σύνολο δε ξεπερνούσαν τους δέκα και οι οποίοι μάλιστα
ζούσαν στο εξωτερικό, στη Γερμανία έως τη στιγμή που η Ελληνική κυβέρνηση τους
έκανε έκλυση να έλθουν στο τόπο τους για να βοηθήσουν. Ο πατέρας μου που
είχε κάνει παιδαγωγικές σπουδές στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στη
Γερμανία και κατόπιν φιλοσοφία στη Γένα και ψυχολογία στη Λειψία, δίδασκε
εκείνη τη περίοδο στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Ανταποκρίθηκε όμως, όπως
βέβαια κι όλοι οι άλλοι, στην έκλυση της πατρίδας και ήλθε αλλά με σκοπό
να αναβαθμίσει το σχολαρχείο σε ακαδημία και μετά να φύγει. Γνωρίστηκε όμως και
συνδέθηκε εν τω μεταξύ με τη μητέρα μου με πολύ έντονο δεσμό η οποία εν
τούτοις παρά τη δυνατή σχέση τους δε δέχτηκε να τον ακολουθήσει και
να φύγει μαζί του μετά το πέρας της αποστολής του στη Γερμανία. Ως
εκ τούτου υπέβαλλε κι εκείνος τη παραίτηση του και παρέμεινε πλέον οριστικά στο
Ηράκλειο σαν διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας έως και το θάνατο του το
1950.»
Λογικά λοιπόν, σε μια εποχή που ο αναλφαβητισμός και η
αγραμματοσύνη της μάζας ήταν φαινόμενο κάτι παραπάνω από σύνηθες, η γέννηση
ενός παιδιού από ένα ζεύγος με μόρφωση και ανοιχτόμυαλο πνεύμα,
όπως ήταν οι γονείς της Χρυσούλας Μπουρλώτου, δεν ήταν δυνατόν παρά να είναι
κάτι ανάλογο με τους ίδιους.
Οι δυνατότητες του μυαλού της μάλιστα και
οι σχολικές επιδόσεις της , θα της επέτρεπαν εξέλιξη πολύ πιο
μεγάλη από αυτήν των γονιών της αν δε μεσολαβούσε η κατοχή με τις φοβερές
επιπτώσεις της που την ανάγκασαν να περιορίσει τις σπουδές της απλώς
μόνο μέχρι τη Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου.
«Επειδή είχαμε και οικονομική άνεση αλλά και επειδή ήμουν πολύ δυνατή
μαθήτρια, τα όνειρα και του πατέρα μου αλλά και τα δικά μου ήταν να πάω
σε κάποιο πανεπιστήμιο για περαιτέρω σπουδές. Δυστυχώς όμως τα πράγματα ήλθαν
εντελώς αντίστροφα κι όχι μόνο λόγω της οικονομικής καταστροφής απ΄ την οποία
δε γλιτώσαμε κι εμείς όπως βέβαια κι όλος ο υπόλοιπος κόσμος
Οι παράγοντες όμως που μετά τη κατάληψη του Ηρακλείου
ταλαιπώρησαν την οικογένεια μου ήταν πολύ περισσότεροι και πολύ πιο
καταστρεπτικοί και αφορμή γι΄ αυτό στάθηκε το γεγονός πως οι
γερμανομαθείς που υπήρχαν τότε στη πόλη μας ήταν ελάχιστοι. Από
αυτό το λόγο προήλθαν ιδιαίτερα γεγονότα ταλαιπωρίας στη ζωή
του πατέρα μου στα οποία μάλιστα έχουν αναφερθεί και οι εφημερίδες της εποχής
δίχως βέβαια να λάβουμε υπ΄ όψη μας πως ήταν και το θέμα των φοιτητών της
ακαδημίας εκ των οποίων οι περισσότεροι, σαν όλους τους νέους κάθε
εποχής, είχαν ενταχθεί σε διάφορες αντιστασιακές ομάδες. Για
όλα όμως όσα έκαναν οι σπουδαστές οι Γερμανοί κυνηγούσαν και
κατεδίωκαν το διευθυντή, το πατέρα μου, κι όλα αυτά φυσικά
συντέλεσαν στο κλονισμό της υγείας του με αποτέλεσμα να πάθει καρκίνο του
λάρυγγα και να πεθάνει το 1950.
Να προσθέσω όμως πως παρ΄ όλη τη κακοτυχία είμαι πολύ περήφανη αφού η
ακαδημία της οποίας τη διεύθυνση είχε ο πατέρας μου, ήταν και η μοναδική
ακαδημία σε ολόκληρη την Ελλάδα που κατάφερε να συνεχίσει τη λειτουργία της
κατά τη περίοδο της κατοχής. Αποφοίτησαν από αυτή πάρα πολλοί
ντόπιοι δάσκαλοι και μετά την απελευθέρωση που δεν υπήρχε δυναμικό και
ήθελαν να ανασυντάξουν τη δημοτική εκπαίδευση, οι Κρήτες ήταν οι περισσότεροι
δάσκαλοι που διορίστηκαν σε ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα.»
Ακολουθώντας προφανώς το
φωτεινό του παράδειγμα η αρσακειάδα σύζυγος του Σταύρου Μπουρλώτου
Μαρίκα Δ. Καβαλάκη και η κόρη του Χρυσούλα, νεαρή δασκάλα ακόμα,
συντάσσονται στη πρώτη γραμμή της πανελλήνιας πρωτοποριακής
κίνησης του Λυκείου των Ελληνίδων που ξεκινά στις αρχές
της δεκαετίας του 1950 μια άλλη μεγάλη γυναικεία μορφή της Κρήτης, η
Ρεθυμνιώτισσα δημοσιογράφος Καλλιρρόη Παρέν.
Μια από τις πρώτες
καινοτομικές ενέργειες του Λυκείου των
Ελληνίδων είναι η
δημιουργία της σχολής αναλφάβητων γυναικών στην οποία μάλιστα η Χρυσούλα
Μπουρλώτου προσφέρεται να διδάξει αφιλοκερδώς το πρώτο χρόνο και το δεύτερο
να φιλοξενήσει τούτες τις γυναίκες στο δικό της χώρο, στο ιδιωτικό
σχολείο που είχε ήδη εν τω μεταξύ δημιουργήσει.
Έκτοτε η προσωπική της επαφή της με το Λύκειο
των Ελληνίδων όχι μόνο δε σταμάτησε ποτέ αλλά αντίθετα ολοένα και αυξάνονταν
παράλληλα λες με την άνοδο του Λυκείου που με τα χρόνια ξέφυγε από το
πλαίσιο μιας απλής δυναμικής κίνησης και καθιερώθηκε σε θεσμό.
«Με το Λύκειο των Ελληνίδων
ασχολήθηκα από τα πολύ νεανικά μου χρόνια. Για να γίνω όμως πιο
σαφής μόλις τέλειωσα τη Παιδαγωγική Ακαδημία το 1951, κι αφού εργάστηκα πρώτα
σα δασκάλα για δύο χρόνια στο Λύκειο Κοραής, αμέσως σε δύο χρόνια
ξεκίνησα το δικό μου σχολείο το οποίο λειτούργησε ως και το 1979 που ανέστειλα
τη λειτουργία του. Επειδή όμως δεν είχα τη πολυτέλεια να κάθομαι, άρχισα
να εργάζομαι έκτοτε στη δημόσια εκπαίδευση, έως και το 1995 που
συνταξιοδοτήθηκα. Από κει κι έπειτα, ή μάλλον πιο συγκεκριμένα από τότε
που έκλεισε το δικό μου σχολείο, έγινε η μεγάλη ώθηση στην ενασχόληση μου με το
Λύκειο των Ελληνίδων και γενικότερα με τα πολιτιστικά και κοινωνικά
δρώμενα του τόπου μας. Τούτη τη στιγμή που μιλάμε διανύω τη τρίτη συνεχόμενη
τετραετία σα πρόεδρος του Λυκείου του οποίου η πορεία πρέπει να πούμε ότι από
την ώρα της δημιουργίας του έως και σήμερα, σιγά αλλά σταθερά άρχισε να
αναπτύσσει μια πολύ έντονη δραστηριότητα με αποτέλεσμα να βρίσκεται πια
στο ζενίθ της ανάπτυξης του. Ιδρύθηκε τμήμα εθνικών και κλασικών χορών,
τμήμα φιλολογικό για διαλέξεις και πρέπει να τονίσουμε πως ονομαστοί
καθηγητές και διαπρεπείς επιστήμονες από όλο τον Ελλαδικό χώρο, μηδέ του Σεφέρη
εξαιρουμένου, έχουν μιλήσει στο βήμα του. Στη συνέχεια ιδρύθηκε το
τμήμα ιματιοθήκης, με το σημαντικό αριθμό 500 λαϊκών κουστουμιών απ΄ όλη την
Ελλάδα, το λαογραφικό τμήμα που συγκεντρώνει τους λαϊκούς μας θησαυρούς
ενώ παράλληλα διδάσκει παραδοσιακές τέχνες της Κρήτης όπως διάφορα είδη
κεντημάτων που πάνε να εκλείψουν (λασέ, ασπροκέντι, κοφτό, δαντέλα με
βελόνα κ. α. ) αγιογραφία, καλαθοπλεκτική κι αρργυροχρυσοχοία. Δημιουργήθηκε
επίσης η πρώτη Μινωική χορογραφία που αρχικά χορογράφησε η Βαλεντίνη
Βογιατζή το 1959 ( τώρα της έχει δώσει νέα μορφή η Μαίρη Μαυράκη σύμφωνα
με τις προσθήκες του λαμπρού καθηγητή του πανεπιστημίου Κρήτης Στέλιου Αλεξίου)
με τις υποδείξεις του αείμνηστου αρχαιολόγου Νικολάου Πλάτωνα ενώ τις στολές
επιμελήθηκε ο μεγάλος Κρητικός ζωγράφος, αείμνηστος Θωμάς Φανουράκης.
Άλλα τμήματα επίσης του Λυκείου σε δράση είναι το
τμήμα μητέρας και παιδιού το οποίο ασχολείται με την ενημέρωση των γονέων
πάνω σε θέματα υγείας και προόδου των παιδιών τους ενώ υπάρχει ακόμα τμήμα
δεξιώσεων, τμήμα αρχείου, δανειστικής βιβλιοθήκης και το τμήμα αποδήμου
Ελληνισμού που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή σε πολύ μεγάλη επαφή με
τους απανταχού ομογενείς. Για να καταλάβετε το μέγεθος της προσφοράς τούτου του
τμήματος, σας λέω πως με έξοδα του Λυκείου διατηρούμε έξη δασκάλους
που διδάσκουν την Ελληνική γλώσσα σε σχολεία της Βορείου Ηπείρου.
Να προσθέσω ακόμα σε ότι αφορά εμένα προσωπικά πως
εκτός από πρόεδρος του Λυκείου είμαι επίσης από τα ιδρυτικά μέλη και παράλληλα
γενική γραμματέας του Συλλόγου Πολιτιστικής Αναπτύξεως, γενική γραμματέας της
Εταιρίας Στήριξης Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες, γενική γραμματέας της
Φιλοδασικής, πρόεδρος του συλλόγου των Φίλων του Ιατρικού τμήματος
Πανεπιστημίου Κρήτης, που με την αρωγή του ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος»
ίδρυσαν τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Παιδιών, μοναδική ανάλογη στη
περιφέρεια, και… όπως κάθε γυναίκα υπήρξα επίσης καλή σύζυγος και εξακολουθώ να
υπάρχω ως καλή μητέρα. Παντρεύτηκα το 1964 τον Ηρακλειώτη επιχειρηματία Αδαμάντιο
Μαθιουδάκη, έκανα μαζί του το μοναδικό μου παιδί, τη Μαρία- Σοφία,
εκπαιδευτικός κι αυτή στο επάγγελμα, όμως ο άντρας μου και το παιδί
μου δεν επισκιάστηκαν ποτέ από τις γενικότερες ενασχολήσεις μου.
Εκείνο που ίσως μπορώ να παραδεχτώ ότι έμεινε απ΄ έξω, είναι η περίσσια
κοινωνική ζωή, αυτή ναι, αλλά ήταν κάτι που δε με απασχόλησε ποτέ
ιδιαίτερα γι΄ αυτό κιόλας και τη θυσίασα ευχαρίστως… »
Ετούτες ήταν και οι τελευταίες κουβέντες που
πριν μερικά χρόνια αντάλλαξα μαζί με τη μεγάλη Ηρακλειώτισσα κυρία Χρυσούλα
Μπουρλώτου και κλείνω μ΄ αυτές επειδή θεωρώ πως σφραγίζουν απόλυτα
τη προσωπικότητα μιας γυναίκας που η ζωή της δεν υπήρξε μόνο
φωτεινό παράδειγμα φιλοπατρίας και ενεργού ενασχόλησης με τα κοινά αλλά πάνω
απ΄ όλα παράδειγμα φωτεινό μητέρας, συζύγου και πάνω απ΄ όλα ανθρωπιάς…
Το παρόν κείμενο περιέχει αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε η εκλιπούσα στη γράφουσα για το περιοδικό ΣΤΙΓΜΕΣ, τεύχος 77 Ιούλιος- Αύγουστος 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου