Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Το τζουκμπόξ- για τους νέους που μπορεί να μην το γνωρίζουν ούτε καν σαν αντίκα- είναι εκείνο το στολισμένο και πολύχρωμο μηχάνημα που ρίχνοντας του ένα νόμισμα άρχιζε μαγικά, λες, να παίζει την μουσική της επιλογής σου.
Το πρώτο
τζουκμπόξ τοποθετήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1889 σ' ένα σαλούν του Σαν Φρανσίσκο,
εντυπωσιάζοντας τους θαμώνες του. Οι πρώτες μηχανές έπαιζαν μόνο ένα κομμάτι
(διάρκειας περίπου 2 λεπτών μουσικής), αλλά σύντομα δημιουργήθηκαν συσκευές που
επέτρεπαν στους πελάτες να επιλέγουν μεταξύ πολλών κομματιών. Το 1910 ο
κύλινδρος σταδιακά αντικαταστάθηκε από τον δίσκο γραμμόφωνου.
Στην Ελλάδα πάντως
το τζουκμπόξ μεσουράνησες στις δεκαετίες του
1960-70 , τότε που στα σπίτια με τα μωσαϊκά-
καθώς μας λέει και το γνωστό άσμα-γίνονταν
εκείνα τα περίφημα πάρτι με το βερμούτ, και ίσως και μέχρι τις αρχές του 1980
πριν εξαφανιστεί εντελώς.
Κάπου εκεί ανάμεσα λοιπόν υπάρχουν και οι δικές μου μνήμες σχετικά με το
μαγικό μηχάνημα, στην περίοδο δηλαδή που ζούσε και δεν ζούσε… που υπήρχε και
δεν υπήρχε… επειδή όμως το νεανικό μυαλό καταγράφει γερά, θυμάμαι πολύ καλά ένα
μικρό καφενείο που υπήρχε στη θέση που υπάρχει σήμερα η ταβέρνα «Ο,τι θες»,
ακριβώς κάτω από το Κομμένο Μπεντένι δηλαδή.
Που λέτε, γύρω στην ηλικία των δέκα, έως και δεκαπέντε χρονών, κάθε που
ήθελα να πάω οπουδήποτε-οπουδήποτε δηλαδή στην εκκλησία του Αγίου Ματθαίου ή στο
τότε ΙΚΑ, περνούσα αναγκαστικά από τον δρόμο μια και το σπιτι μου ήταν και συνεχίζει
να είναι απέναντι από το γήπεδο του Εργοτέλη, πλησίον του Γεωπονικού κήπου. Κι
επειδή η περιέργεια είναι μόνιμος σύμβουλος στα παιδιά κάθε εποχής σε τούτη την
ηλικία-κι εγώ μάλιστα την είχα ανάκαθεν κομματάκι αυξημένη- θυμάμαι πολύ καλά
πως τη μια για να δέσω τάχα το κορδόνι του παπουτσιού μου, την άλλη για να
κουμπώσω το κουμπί του παλτού μου, πάντα εν πάση περιπτώσει έβρισκα μια αφορμή
για να καθυστερήσω έξω από αυτό το το μικρό καφενεδάκι, ένα υπόγειο ήταν, γιατί
την περιέργεια μου την είχαν φτάσει στο
ζενίθ κάτι περίεργες φατσούλες, αντρικές και γυναικείες, που υπήρχαν εκεί μέσα
κι έστεκαν πίσω από ένα τεράστιο μηχάνημα που έπαιζε στη διαπασών τραγούδια του
Καζαντζίδη, του Αγγελόπουλου, και όποιου άλλου τραγουδιστή τέλος πάντων εξέφραζε
το πνεύμα της εποχής.
Αυτή είναι ίσως η μοναδική καθαρή ανάμνηση που έχω από τα τζουκμπόξ στην
πόλη του Ηρακλείου, μια και δυστυχώς όσο κι αν σφίγγω το μυαλό μου δεύτερη δεν
μου έρχεται.
Αντίθετα από την πόλη όμως έχω
μνήμες πολλές και καθαρές από τα τζουκμπόξ του χωριού, πιθανόν επειδή όσο να ‘ναι ο «πολιτισμός»
αργεί πάντα να φτάσει στην ενδοχώρα… θυμάμαι λοιπόν πως στο μαγαλοχώρι των Δαφνών,
από όπου κρατά και η μισή καταγωγή μου, σχεδόν σε όλα τα καφενεία εκτός από τα
πάμπολλα κάδρα που υπήρχαν-σαν αυτά που βλέπετε στην φωτογραφία- υπήρχε η τότε πολυτέλεια
του τζουκμπόξ και μάλιστα την χρησιμοποιούσαν σε κάθε ευκαιρία.
Σε κανένα
γάμο δηλαδή που γίνονταν τα καλοκαίρια στην πλατεία, σε τίποτα βαφτίσια, ή στο
πανηγύρι του χωριού, θυμάμαι καλά τους εικοσάρηδες της εποχής με το ασπρόμαυρο
παντοφλέ παπούτσι και τις δεσποινίδες με τα μαλλιά λάχανο ή κότσο μπανάνα, να
βάζουν το κέρμα στο μηχάνημα και μετά να χορεύουν λαϊκά κι «ευρωπαϊκά» μέχρι να
κάνουν την εμφάνιση τους η λύρα με τα λαγούτα… γιατί βέβαια μετά «αρχηγού
παρόντος πάσα αρχή παυσάτω».
Ούτε τα λαϊκά,
ούτε τα «ευρωπαϊκά», ούτε τα τζουκμπόξ ήταν ικανά να σταματήσουν την ισχύ της βροντόλυρας
που ξεκινούσε από νωρίς το βράδυ και δεν σταματούσε παρά μονάχα αφού είχε φέξει
για τα καλά… εκείνη την ώρα βέβαια εγώ βρισκόμουν στον πιο βαθύ ύπνο, αλλά τι
σημασία έχει, τα νέα πάντως τα μάθαινα μόλις ξυπνούσα.
Υ.Γ. Δυστυχώς οι φώτο δεν είναι από την όμορφη εκείνη εποχή, είναι από ένα μαγαζί στην Αθήνα που βρέθηκα Π.Κ. –προ Κορωναιού εννοώ- και που μάλλον ο ιδιοκτήτης του είναι κι αυτός λάτρης του παρελθόντος σαν εμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου