Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Το όνομα της καπετάνισσας Μαριγώς είναι άγνωστο στον κόσμο του διαδικτύου… βλέπεις, δεν υπήρξε ούτε τηλεπερσόνα ούτε ροκ σταρ, ούτε τέλος πάντων κάτι από όλα αυτά που ανεβάσουν την δημοτικότητα σήμερα, υπήρξε μια γυναίκα που πολέμησε για τον τόπο της σεμνά κι αθόρυβα, αρνούμενη μάλιστα ως και την σύνταξη που πήγε να της προσφέρει το κράτος για τις υπηρεσίες της
Μετα τον τελευταίο περίπατο, ή δημοσίευση αν θέλετε, στην γραφική οδό της Καπετάννισας Μαριγώς,-ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ- κι αφού, σκέφτηκα, πως είχα ολοκληρώσει το χρέος μου ως προς αυτό το σημείο, το μυαλό μου άρχισε να αναρωτιέται ποια να είναι άραγε αυτή η σπουδαία γυναίκα που έδωσαν το όνομα της σε ένα δρόμο, ας είναι και στενό, ας είναι και απόμερο στενό, γιατί έστω κι έτσι ακόμα, δεν μπορεί, κάποια σπουδαία γυναίκα θα πρέπει να ήταν! Στην Ελλάδα εξάλλου οι γυναίκες έπαιξαν πάντοτε σπουδαίο ρόλο στις μεγάλες στιγμές και στους αγώνες του έθνους μας, για ορισμένες μάλιστα ο ηρωισμός τους ξεπερνούσε τα συνηθισμένα όρια των δυνατοτήτων τους και το θάρρος μαζί με την γενναιοδωρία τους, την τόλμη και την αυταπάρνησή τους τις ανέβαζε στη σφαίρα των ηρώων και των αθάνατων μορφών του τόπου μας.
Έτσι σκέφτηκα κι άρχισα να ψάχνω στο ίντερνετ… δυστυχώς όμως πέρα από μια δυο δημοσιεύσεις το όνομα της καπετάνισσας Μαριγώς είναι άγνωστο στον κόσμο του διαδικτύου… βλέπεις, δεν υπήρξε ούτε τηλεπερσόνα ούτε ροκ σταρ, ούτε τέλος πάντων κάτι από όλα αυτά που ανεβάσουν την δημοτικότητα σήμερα, υπήρξε μια γυναίκα που πολέμησε για τον τόπο της σεμνά κι αθόρυβα, αρνούμενη μάλιστα ως και την σύνταξη που πήγε να της προσφέρει το κράτος για τις υπηρεσίες της… πάλι καλά λοιπόν που βρήκα και τα παρακάτω που παραθέτω όσο πιο απλουστευμένα μπορώ για να διαβάσετε για μια γυναίκα που έμπαινε στο Κάστρο με κοιλιά τάβλα κι έβγαινε “γκαστρωμένη” όπως έλεγαν οι Καπετάνιοι του χωριού.. κυοφορούσε τη μελλούμενη επανάσταση με κοιλιά φουσκωμένη από φυσίγγια και ψεύτικα στήθια με πυρομαχικά.
Διαβάζουμε λοιπόν από κείμενο της Λαογράφου Ειρήνης
Ταχατάκη:
Στην ανυπολόγιστα μεγάλη εθνική δράση των Αρχανών
στην περίοδο του 1897 η ηρωική καπετάνισσα Μαριγώ έχει ένα αξιοσέβαστο ποσοστό.
Η ψυχή της γυναίκας αυτής διαχυνόταν σ’ όλες τις Αρχάνες μα και γυρω από το
ηρωικό αυτό χωριό.
Όταν η καπετάνισσα άρπαξε το τουφέκι με τους δύο νεαρούς γυιούς της κι έτρεχε
στη μάχη αφήνοντας στο έλεος του Θεού τα δυό μικρά της κορίτσια μετέδιδε τον
ιερό παλμό σ’ όλους τους πολεμιστές. Και η γρήγορη φήμη της υπέροχης αυτοθυσίας
της περνώντας σ’ όλη την Κρήτη δημιούργησε συντελεστές για αύξηση της
πεισματωμένης εμμονής και δράσης όλων των των Κρητικών για προσφορά και θυσία.
Η μεγάλη, η υπέροχη αυτή ηρωίδα των Κρητικών αγώνων,
δεν έλειψε ούτε από τη μάχη, όπως και πριν αναφέρθηκε. Πρώτη πάντα έτρεχε στη
μάχη και τελευταία εγύριζε πίσω και πάντα συνόδευε κάποιο τραυματισμένο.
Αλησμόνητη θα μείνει στα κρητικά πολεμικά γεγονότα η ηρωική βοήθεια της στον
άλλο, στον παράφορο ήρωα τον Ιωάννη Νταφώτη.
Κάποια μέρα, την ώρα της μάχης ξεμοναχεύτηκε και περικυκλωθηκε από τους Τούρκους.
Αν δεν τύχαινε να βρεθεί κοντά του η Μαριγώ θα τον έπιαναν οι Τούρκοι και είναι
γνωστό το μίσος τους για το μεγάλο αυτό ήρωα που θα τον πετσόκοβαν χωρίς οίκτο.
Η έγκαιρη βοήθεια όμως της ηρωίδας των Αρχανών έσωσε τον Νταφώτη κι αυτό
βοήθησε στο να κρατηθεί η πολεμική οργάνωση που από την αρχή διατηρούσε ο
εμπειροπόλεμος αυτός αξιωματικός αναλλοίωτη και συνεχή.
Περνούσε όμως και η κάθε μάχη με τις μικρές ή μεγάλες επιτυχίες ή αποτυχίες, με
τις μικρές ή μεγάλες απώλειες, δίδοντας στη θέση της με νέες ελπίδες σε μια
καινούρια μάχη. Μετά όμως από αυτή, απέμενε για κάθε πολεμιστή η χαρά της
ξεκούρασης αλλά και της ικανοποίησης να διηγείται το τί είδε, το τί έγινε, ή το
τί ο ίδιος έκαμε την ημέρα της μάχης. Αλλά όμως για την καπετάνισσα Μαριγώ ούτε
αυτή η χαρά δεν έμενε. Μόλις άφηνε το τουφέκι της ανασκουσμπωνόταν και άρχιζε
κατάκοπη όπως ήταν να μαγειρεύει, να συγυρίζει το σπίτι, που η ξαφνική
απομάκρυνσή της άφηνε πάντα “καράβι να κινήσει”.
- Πώς μπορείς κυρία Μαριγώ, της έλεγε ο Χρ. Μπρισιμιτζάκης κάθε τόσο, να ξεχνάς
τη μάχη και να θυμάσαι πόσο κρεμμύδι θα βάλεις στο φαΐ;
- Κάθε δουλειά παιδί μου έχει το ντουλαπάκι της μέσα στο μυαλό του ανθρώπου...
Με την απλή αυτή έκφραση που δεν είχε καμιά αξίωση σοφίας ή απλής εμπειρίας, η
δυνατή αυτή γυναίκα έλυε ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί ακόμη τους
φρενολόγους... Άλλα κύτταρα του μυαλού μας κινούνται και εργάζονται για την
άλφα ενέργεια και άλλα για τη βήτα. Άλλος λωβός του μυαλού και άλλο συγκρότημα
δρουν για να συντελεσθεί η άλφα εκδήλωση του ανθρώπου και άλλα η βήτα. Έτσι κι
η Μαριγώ, την ώρα που πολεμούσε, διάθετε από το μυαλό και τα νεύρα της ορισμένο
συγκρότημα κι άφηνε στη μετέπειτα εφεδρεία τα άλλα νευρικά συγκροτήματα για το
νοικοκυριό, το μαγείρεμα και για τη μπουγάδα.
Είχε να περιποιηθεί ξένους πολεμιστές που αφήκαν τα σπίτια τους, την
οικογενειακή τους γαλήνη, τον πλούτο τους όπως ο Θεοφιλάτος ο πρίγκηπας
Μουρούζης, οι αδελφοί Μπρισιμιτζάκη για να έλθουν ενισχυτές των αγώνων μας η
περιθαλπτική της υπηρεσία, δεν είχε μικρότερη σημασία και αξία από την πολεμική
της δράση.
Η σύνταξη της Μαριγώς. Ανωτερότητα και προσφορά χωρίς συμφέρον
Είχε πολλές αρετές η καπετάνισσα. Όμως για όλες τις υπηρεσίες της είχε το πιο
όμορφο κορνίζωμα, το ωραιότερο διακοσμητικό. Τη σιωπή! Χαράς τον άνθρωπο που
μπορεί και ξέρει να σιωπά όταν κάνει κάτι ανώτερο, κάτι ωραίο. Ε, αυτό το
προτέρημα το είχε στον υπέρτατο βαθμό η καπετάνισσα η Μαριγώ! Η πιο έκτυπη
εκδήλωση του προτερήματος αυτού φάνηκε μετά την απελευθέρωση όταν την
ειδοποίησαν να πάει στο Ταμείο Ηρακλείου να εισπράξει το πρώτο μηνιάτικο της
σύνταξής της, που είχε καθορισθεί σε είκοσι χρυσές δραχμές, ποσό αρκετά σοβαρό
για την εποχή εκείνη. Επήγε λοιπόν στο ταμείο και ο ταμίας της δίνει το ποσόν.
- Ήντα ’ναι παιδί μου το ναπολεόνι τουτονέ;
- Η σύνταξή σου κυρία μου.
- Γιάντα;
- Γιάντα; ρωτά ο ταμίας ξαφνιασμένος με τη σειρά του για το δικό της το ξάφνιασμα.
- Μα γιατί... επολεμήσετε στην Επανάσταση...
- Μα εγώ παιδιά μου, δεν πολέμησα για να πάρω λεφτά. Τ’ ότι κάμαμε, το κάμαμε
γιατί ήπρεπε να το κάμομε. Τα λεφτά τουτανέ είναι ξεγιβέντιση για ότι κάμαμε.
Είναι ντροπή και δεν τα θέλω.
- Μα πρέπει κυρία μου γιατί... Και ο ταμίας άρχισε να της λέει χίλια δυό
πράματα...
- Και πρέπει μπρε να ’ρχομαι κάθε μήνα να παίρνω το ναπολεόνι; ρωτά με περίεργο
ύφος.
- Μάλιστα.
- Ανε με ξαναδείς παιδί μου να μου φτύξεις...
Ο ταμίας την κοίταξε έκπληκτος και της έδωσε με το ζόρι το πρώτο ναπολεόνι.
Είχε ακουστά πως ήταν φτωχή και πως εδούλευε μόνη της στα χωράφια για να ζήσει
τα τέσσερα παιδιά της.
Εκείνη το πήρε με μειδίαμα κουνώντας το κεφάλι της και χωρίς να πει άλλη λέξη.
Τράβηξε γραμμή στην αγορά. Αγόρασε σακίζι (μαστίχα) κανελλανθούς, στραγάλια,
καραμέλλες, καφέ και ζάχαρη. Ξόδεψε και τις είκοσι χρυσές δραχμές που εκείνη
την εποχή ήταν ποσό πολύ σοβαρό. Ισοδυναμούσε με σημερινή γερή σύνταξη
υπαλλήλου, ίσως και περισσότερο. Άμα έφτασε στις Αρχάνες φώναξε όλες τις
γειτόνισσες και τις γνωστές της φιλενάδες και τους μοίρασε τα πουσούνια της.
Σαν τα μοίρασε όλα αναστέναξε με ανακούφιση και μονολογώντας λέει τινάζοντας τα
χέρια της ευχαριστημένη:
- Πάει κι αυτό. Δεν μου απόμεινε ούτε ένα στραγάλι από το ναπολεόνι. Και χωρίς
άλλη λέξη, με απόλυτη σιωπή συνέχισε τις δουλειές της στο σπίτι της. Κατάλαβαν
μόνο χωρίς εξηγήσεις τα παιδιά της και οι γειτόνισσες γιατί τους μοίρασε αυτά
τα διάφορα “καλοχερίδια” δίχως να είναι εορτή..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου