Γράφει η Βασιλική Μολφέση
Εξαιρετικό και καλογραμμένο με την εντυπωσιακή επτανησιακή ντοπιολαλιά είναι το μυθιστόρημα της Μαρίας Σκιαδαρέση με τίτλο «Χάλκινο Γένος».
Η συγραφέας με πολύ ωραία πλοκή, ωραία γλώσσα και ύφος, μέσα από τη ζωή των ηρώων της, αρχόντων και ποπολάρων, περιγράφει τις συνθήκες, τα ήθη αλλά και τις περιπέτειες των Επτανησιωτών, τα δεινά τους υπό την αγγλική αρμοστεία μέχρι τους πανηγυρισμούς το 1864 που έγινε η Ένωση των νησιών με τη μητέρα Ελλάδα.
Ότι και να γράψω γι αυτό το βιβλίο θα είναι λίγο, οπότε σας παραθέτω μερικές παραγράφους που ξεχώρισα: «Έτσι είναι ο πόλεμος, φέρνει τον χαλασμό, ξεθεμελιάζει γύρω του τα πάντα σαν σεισμός,σαν δύναμη της φύσης, ζώο πλάστηκε απ’ την αρχή ο άνθρωπος,ζώο σαν τ’ άλλα ζώα, ξεχνάει όσα εκέρδισε με το μυαλό του, κι αυτό του δίνει δύναμη τυφλή που τον οπλίζει με ανοχές απέναντι στο αίμα, στις πληγές, στον πόνο, στο άδικο. Η ίδια η φύση είναι άδικη· όταν φουσκώνει το ποτάμι, δεν έχει νου για να σκεφτεί ποιον θα τραβήξει στα νερά του και δε μετράει δυνατούς κι αδύναμους, μα τρέχει δίχως έλεος. Έτσι κι ο πόλεμος· θερίζει! Αδειάζει το χωράφι απ’ τις αγριάδες, για να μπορέσουν ύστερα οι άνθρωποι να σπείρουν νέα φυτά, καινούργιο κόσμο. Ξέρω πως γίνονται πολλά που σου σκοτώνουν την ψυχή. Και τη δική μου, τι θαρρείς; Όμως το πήραμε απόφαση να έρθουμε εδώ και να παλέψουμε για ένα νέο χωράφι. Ένα κλαδί κομμένο από ένα δέντρο, μια χώρα γεννημένη από πελώριο ιμπέριο είναι ο τόπος που ζητάμε, στο κόψιμο απάνω θα πονέσει, θα τρέξει αίμα, δε γίνεται αλλιώς». «Ποιους νόμους όμως να σκεφτείς εδώ, ποια δικαιοσύνη, όταν οι λέξεις χάνουν την αξία τους και παίρνουν άλλη όψη, το μέγεθος μαζεύει κι όλα δείχνουν μικρά, ασήμαντα; Φατριασμοί και μίση, αδερφοσπαραγμοί, παγίδες του ενός στον άλλο, αγριότητα αμάζευτη, όχι μονάχα στον εχθρό μα και στον φίλο, που με τον τρόπο σου έκαμες εχθρό. Πώς να σταθείς ορθός μέσα σε τέτοιο χάος, για ποια ιδέα πολεμάς; Δεν ξέρεις! «Πώς μένεις αλληλέγγυος σε ανθρώπους που, αντί να σκέφτονται πώς θα νικήσουν τον εχθρό, που πα να πει τον τύραννο που χρόνια τούς παιδεύει, χάνονται μες στα σχέδια εξόντωσης των αδερφών τους, ενώ κάποτε ορκίστηκαν όλοι μαζί να χτίσουν χώρα κυρίαρχη και αυτεξούσια;». «Μην κρίνεις τον θυμό και την εκδίκηση, από τον άνθρωπο γεννιούνται και αυτά, χτίζονται λίγο λίγο από την αδικία χρόνων, από την τυραννία, και μόλις βρουν ρωγμή χύνονται ανεξέλεγκτα πάνω σε όποιον κρίνουν για υπεύθυνο». «Η συμβουλή, όσο σοφή κι αν είναι, δεν έχει δύναμη να μας δαμάσει την ανάγκη να υποστούμε αυτά που πρέπει ώστε να μάθουμε μονάχοι, έχοντας πάθει, ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Αλήθεια, αν στηριζόταν η ζωή κάθε γενιάς στις συμβουλές της προηγούμενης, δε θα γινόντουσαν τα ίδια λάθη, η νέα γενιά θα ξεκινούσε απ’ όσα είχε κατακτήσει η παλιά και οι άνθρωποι θα είχαν γίνει τόσο τέλειοι, που θα έμοιαζαν αθάνατοι, μπορεί και να ήταν, γιατί η αναζήτηση της γνώσης είναι που τρώει τον χρόνο του ανθρώπου, κι όταν φτάσει και τη βρει, έχει πια τόσο κουραστεί, που θέλει να πεθάνει.» «Η θέση που κρατάει ένας άνθρωπος στον κόσμο μένει κενή όταν φύγει, όσο κι αν λησμονιέται με τον χρόνο· όσοι κι αν πάρουν τη σκυτάλη κι ακολουθήσουνε τα χνάρια του, εκείνη η θέση στέκεται πάντα άδεια για να κρατάει τις μνήμες ξύπνιες, κι όποτε αυτές θελήσουν να βγουν να σεριανίσουν, σ’ αυτή τη θέση βρίσκουν μέρος να κάτσουν να ξεκουραστούν». «Δε βάζει όρια ηλικίας η καρδιά, μόνο σκαλώνει κάπου, κι αν δεν μπορέσει να ξεφύγει από κει, μένει να κρέμεται στο σκάλωμα σαν βρόχος». «Κατάλαβα πως δε μετράνε χρήματα κι αγαθά, μα ο άνθρωπος που ανασαίνει δίπλα σου το βράδυ που κοιμάσαι. Αν παίρνεις δύναμη από δαύτον ώστε ν’ αντέξεις και την επόμενη ημέρα που ξημερώνει στη ζωή σου, τούτο σημαίνει ότι είσαι ευτυχής· αν όχι, όσα μονέδα και αν έχεις –κι αυτό το λέω εγώ, που από το σπίτι του πατέρα μου συνήθισα στο χρήμα–, τότε η ζωή σου δεν αξίζει ένα ξιπένι!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου