Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Ολάκερο
το νησί της Κρήτης είναι ένας θρύλος. Κάθε βουνό, κάθε
φαράγγι, κάθε σπηλιά, κάθε πέτρα, κάθε πηγή, κάθε ξωκλήσι, έχει πάνω του
γραμμένο ένα δικό του κομμάτι ιστορίας, μικρό ή
μεγάλο δεν έχει σημασία.
Ένα κομμάτι ιστορίας από εποχές αλλοτινές,
τότε που όχι μόνο οι άνθρωποι ήταν πιο αγνοί αλλά και το
σύμπαν ολάκερο με αποτέλεσμα πράγματα που σήμερα σε μας φαίνονται
αδύνατα αυτόματα τότε γίνονταν δυνατά επειδή ίσως οι
άνθρωποι εκείνης της εποχής δυνατά τα έβλεπαν απλώς με το μυαλό τους.
Ακόμα κι
έτσι όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα ούτε τη γοητεία των
θρύλων αλλά ούτε καν τη μαγεία που ακόμα προκαλούν στους
πραγματιστές ανθρώπους του 21ου αιώνα που τα μάτια
τους προγραμματίζονται μονάχα μέσα από τα μάτια των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Η
υποφαινόμενη είναι απο κείνους που έστρεψαν τα μάτια τους από το κοίταγμα
των ηλεκτρονικών υπολογιστών κι αφέθηκε να περπατήσει σε αλλιώτικους δρόμους,
και καταγράφοντας κάποιους θρύλους του τόπου μας έκανε έτσι το δικό της χρέος
απέναντι στο τόπο που την γέννησε και συνάμα αντιτάχτηκε σε όλους εκείνους
που εξακολουθούν να αμφισβητούν και να διακωμωδούν τη μαγεία τους.
Γιατί οι θρύλοι δεν είναι τίποτα λιγότερο από
τη πινελιά που ομορφαίνει και τελειοποιεί το παζλ της ιστορίας!
Διαβάστε παρακάτω ένα από τους θρύλους που εμπεριέχονται στο βιβλίο της φωτογραφίας "Μια φορά κι έναν καιρό- Θρύλοι της Κρήτης για μεγάλους μα και για παιδιά- και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ
Το φάντασμα μιας γυναίκας
Πάλι θα
γυρίσουμε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας παιδιά, μια και η Ελλάδας μας τετρακόσια
ολόκληρα χρόνια ήταν κάτω από τη σκλαβιά των Τούρκων… οπότε λογικό είναι κατά
τη διάρκεια των τεσσάρων αυτών αιώνων να συνέβησαν τόσα που δεν πρόλαβε να τα
καταγράψει η επίσημη ιστορία μα έφτασαν ως εμάς σήμερα από στόμα σε στόμα μέσα
από διηγήσεις που στην πορεία του χρόνου έγιναν θρύλοι.
Βέβαια ο
συγκεκριμένος θρύλος θα μπορούσε να είχε εξελιχτεί εντελώς διαφορετικά αν
νικητής ήταν κανονικά αυτός που θα έπρεπε να είναι, δηλαδή ο έρωτας… μα νομίζω
πως ήρθε η ώρα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Την
εποχή που στο νησί μας έλυναν κι έδεναν οι Τούρκοι, τα σπίτια δεν χτίζονταν όπως χτίζονται τα
σημερινά, με μπαλκόνια πάει να πει και ανοιχτές αυλές, χτίζονταν με τοίχους
ψηλούς δυο και τρία μέτρα για να μην παίρνει το μάτι κανενός τα θηλυκά που
υπήρχανε μέσα.
Τούτη ήταν μια Οθωμανική συνήθεια που την
έφεραν μαζί τους οι κατακτητές από τα βάθη της Ανατολής, σιγά-σιγά όμως την
ακολούθησαν και οι δικοί μας γιατί βλέπετε αλίμονο στο κορίτσι που θα το
ορέγονταν αλλόπιστος, δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει κατόπιν με τίποτα.
Σε μια πόλη
της Κρήτης λοιπόν, σε ποια ακριβώς δεν γνωρίζουμε, σε τέτοιο σπίτι με πανύψηλα
μπεντένια ζούσε ένα κορίτσι που έμοιαζε να την έχει ευλογήσει ο Θεός στέλνοντας
της όλα τα καλά του κόσμου.
Όμορφη κατ’
αρχήν, βεργολυγερή σαν κυπαρίσσι και ροδαλά μάγουλα, δέρμα σαν σταρένιο ψωμί, κατακόκκινα
χείλη και πλούσια μαύρα μαλλιά που τα έπιανε πάντα σε δυο πλεξούδες που έφταναν
ίσαμε τη μέση της
Με γονείς
καλούς, στοργικούς, μα και συγχρόνως πλούσιους, της Βενετιάς τα μαλάματα που
λέει ο λόγος να τους ζητούσε είχαν τη δυνατότητα να της τα φέρουν, όπως
πράγματι της τα έφερναν, ποτέ δεν της χάλασαν ποτέ χατίρι, και το μόνο που
ζητούσαν από αυτήν ήταν να είναι φρόνιμη και λογική ίσαμε να βρεθεί το καλό
παλικάρι για να ανοίξει το δικό της σπίτι.
Έτσι το
κορίτσι, όπως ακριβώς ήθελαν οι γονείς της, καθισμένο πίσω από τους ψηλούς
τοίχους του πατρικού του κεντούσε ολημερίς κι ονειρεύονταν τη στιγμή που ο
έρωτας θα χτυπούσε την πόρτα της καρδιάς της, μόνο που αλίμονο, κι αυτό ας το
βάλουμε καλά όλοι στο μυαλό μας, όταν εμείς οι άνθρωποι κάνουμε σχέδια, ο Θεός
γελάει.
Πολύ
σύντομα λοιπόν, αντί να χτυπήσει ο έρωτας την πόρτα της καρδιάς του κοριτσιού,
χτύπησε ο θάνατος την πόρτα του σπιτιού του, κι ο αγαπημένος της πατέρας,
έσβησε ξαφνικά νεότατος και δίχως καμιά αιτία, αναπάντεχα εντελώς.
Μόνο που
δυστυχώς το κακό δεν σταμάτησε εκεί
μια κι ο
θάνατος αυτός δεν ήταν παρά μονάχα η
αρχή της συμφοράς… τα μεγαλύτερα κακά βρίσκονταν ακόμα πίσω αφού οι δυο
γυναίκες, μάνα και κόρη , αμάθητες από κόσμο και δουλειά, ούτε στους πιο
φρικτούς τους εφιάλτες δεν φαντάζονταν το ό,τι θα επακολουθούσε.
Από
την επόμενη κιόλας της κηδείας η μάνα, θέλοντας και μη αναγκάστηκε να
ξεπορτίσει για πρώτη φορά μονάχη έξω από τα τεράστια μπεντένια του σπιτιού της
για να αρχίσει να κάνει όσα μέχρι τότε έκανε ο συγχωρεμένος ο άντρας της.
Να ψωνίσει δηλαδή, να πληρώσει, να, να, να, να,
αλίμονο της όμως… ούτε εξάμηνο δεν πέρασε κι όλες ετούτες οι άγνωστες, προς εκείνη,
υποχρεώσεις σάλεψαν το μυαλό της κι η παλιά σεβάσμια κυρά ήταν πλέον μια τρελή,
έρμαιο στα χέρια του κάθε έμπορα- Τούρκου και χριστιανού- που ήθελε να την
ξεγελάσει για να την κατακλέψει.
Και τώρα; Τώρα που η μάνα κατάντησε ανίκανη
για να κρατά παρά στα χέρια της, ανίκανη για το οτιδήποτε, τι θα γίνονταν τώρα το
άτυχο κορίτσι αφού και το ίδιο πέρα από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του
δεν ήξερε να κινηθεί;
Κόντευε
λοιπόν να τρελαθεί όταν ξαφνικά μια μακρινή θεία από το σόι τους πατέρα της-
που βρίσκονταν παντρεμένη σε ένα απομονωμένο χωριό γι’ αυτό και την είχε
ξεχασμένη εντελώς- έμαθε τα καθέκαστα και της παράγγειλε να μην ανησυχεί κι
εκείνη θα στείλει το γιο της να τον έχουν εκεί για στήριγμα, όπως και πράγματι η
καλή γυναίκα έπραξε.
Σε δυο
μέρες το παλικάρι βρίσκονταν δίπλα τους και το κορίτσι για πρώτη φορά μετά από
πολύ καιρό ένιωσε πάλι ασφάλεια… βέβαια τίποτα στη ζωή της δεν έμοιαζε με το πριν
μα έστω, δεν ήταν εντελώς μοναχή. Ο Μανούσος, έτσι έλεγαν τον ξάδελφο, ήταν
τίμιος, πρόθυμος, εργατικός, καλόγνωμος, όμορφος, μα πάνω απ’ όλα τους πρόσεχε
και τους αγαπούσε.
Κι ο καιρός περνούσε, η ρόδα του χρόνου
κυλούσε και η μάνα συνέχιζε να είναι βυθισμένη στην τρέλα της, ο Μανούσος
συνέχιζε επίσης να τους αγαπά και να τους προσέχει όπως στην αρχή, όλα ίδια κι
απαράλλαχτα δηλαδή, και μόνο το κορίτσι άλλαζε, μα δυστυχώς προς το χειρότερο…
κι η αλλαγή της αυτή προετοίμαζε μια ακόμα συμφορά, ίσως τη μεγαλύτερη, που
πολύ σύντομα θα έκανε την εμφάνιση της.
Βλέπεις, ο
Μανούσος, όσο κι αν το ήθελε δεν μπορούσε να της επιβληθεί σαν πατέρας, και τον
τελευταίο καιρό η Μαριώ- ας μάθουμε επιτέλους και το όνομα της- ξεπόρτιζε από
τα ψηλά μπεντένια του σπιτιού της ολοένα και πιο συχνά, κι ο κόσμος είχε
αρχίσει να μιλά και όχι άδικα βέβαια.
Μία, δύο
μικρός ο τόπος, μαθεύτηκε ίσαμε να πεις κύμινο πως η αθώα μέχρι χθες Μαριώ, ανεξέλεγκτη
εντελώς πια κι από μάνα κι από πατέρα, είχε ξελογιαστεί με ένα Τούρκο, τόσο
πολύ μάλιστα που ετοιμάζονταν να αλλαξοπιστήσει και να τουρκέψει για χάρη του.
Μόνο που, το είπαμε και πριν, όταν εμείς οι άνθρωποι κάνουμε σχέδια, ο Θεός
γελάει... και τη συγκεκριμένη φορά γέλασε πολύ δυνατά!
Έτσι, εκεί που πασίχαρη νόμιζε πως δεν είχε
να δώσει λογαριασμό σε κανένα για τις πράξεις της, η μέχρι τότε χαμένη στον
κόσμο της τρέλας μάνα της, συνήλθε εντελώς αναπάντεχα, αντιλήφτηκε την αλλόκοτη
συμπεριφορά της κόρη της και μόλις συνειδητοποίησε το τι επρόκειτο να κάνει
άνοιξαν κατ’ αρχή τα μάτια της διάπλατα, στράβωσε στη συνέχεια το στόμα της κι
αμέσως μετά έπεσε κατάχαμα… αγανάκτησε να τη σύρει μέχρι το κρεβάτι της η
Μαριώ, όπου εκεί παρέμεινε ακίνητη στην ίδια θέση για δυο ολάκερες μέρες και κατόπιν
πέθανε.
Στεναχωρήθηκε αφάνταστα προς στιγμή η κόρη κι
όχι βέβαια επειδή έχασε τη μάνα της αλλά επειδή το θάνατο τη συγκεκριμένη
στιγμή τον αντιμετώπισε σαν κατάρα, σαν γρουσουζιά που μαγάριζε τη μελλοντική
της ζωή, και πάλι όμως δεν το έβαλε κάτω. Οπότε, ούτε εβδομάδα δεν πέρασε από
την κηδεία και χωρίς πια να κρατά μήτε τους τύπους άρχισε ξεδιάντροπα να
ετοιμάζει τα πράγματα της για να φύγει από το αρχοντόσπιτο και να εγκατασταθεί
σε μια καλύβα στον Τούρκικο μαχαλά.
Την ημέρα
όμως που έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες κάποιες κραυγές που έρχονταν από τη
γειτονιά πάγωσαν το αίμα της «βοήθεια γείτονες, ο Μανούσος, ο Μανούσος
έπεσε από τα τείχη, βοήθεια, τρεχάτε μπας προλάβουμε να σώσουμε το παλικάρι»
ούρλιαζαν και στην αρχή αρνήθηκε να πιστέψει αυτό που άκουγε… μπα, για κάποιον
άλλον Μανούσο θα μιλούν, όχι για τον ξάδελφο μου» σκέφτηκε, μα αλίμονο.
Κάποιοι
άντρες που είχαν κιόλας τρέξει για να μαζέψουν τη σωρό του όχι μόνο
επιβεβαίωσαν τη φρικτή αλήθεια μα κι επιπλέον πως για το πιστό σαν σκυλί και
φιλότιμο παλικάρι ήταν πλέον πολύ αργά… το κορμί του Μανούσου είχε θρυψαλιαστεί
πέφτοντας από τα θεορατικά μπεντένια και ήδη από την πρώτη στιγμή είχε
σταματήσει να αναπνέει.
«Όχι, όχι, δεν είναι δυνατόν… γιατί Χριστέ
μου, γιατί να το κάνει αυτό ο Μανούσος;» άρχισε τώρα κι αυτή να ουρλιάζει μα
τρόμαξε μόλις άκουσε τη φωνή της να επικαλείται το Θεό που μόλις ετοιμάζονταν
να αρνηθεί και ευθύς σιώπησε.
Κι έτσι,
λουφαγμένη ως τα μύχια της ψυχής μέσα στο μανδύα μιας οδυνηρής σιωπής, τις
αμέσως επόμενες ώρες κατάφερε επιτέλους να αντιληφτεί πως ο Μανούσος δεν
στάθηκε δίπλα της τόσο καιρό λόγω της μακρινής συγγένειας μα από κάτι άλλο πολύ
πιο βαθύ που από σεβασμό δεν τόλμησε ποτέ να της εκμυστηρευτεί… μόλις όμως η
ευαίσθητη καρδιά του κατάλαβε ποια ακριβώς ήταν η γυναίκα που αγάπησε δεν
άντεξε τη ντροπή και επέλεξε να δώσει τέλος στη ζωή του.
«Αχ, στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα»
μουρμούρισε η Μαριώ και στο άκουσμα τούτου του θανάτου έχασε τη
γης κάτω από τα πόδια της, κάτι που δεν είχε πάθει ούτε με το θάνατο της μάνας
της, ούτε με το θάνατο του κύρη της. Έτσι, μην αντέχοντας τις τύψεις, κλειδώθηκε στο σπίτι της και
παρέμεινε εκεί δίχως να έχει τη παραμικρή επαφή με τον έξω κόσμο… δυο θανάτους με δική της ευθύνη η ψυχή της ήταν
αδύνατον να τους αντέξει με άλλο τρόπο.
Από κείνη τη μέρα κανείς δεν την ξανάδε και κανέναν δεν ξαναείδε -ούτε
καν τον Τούρκο που άλλοτε στάθηκε τόσο ερωτευμένη μαζί του μα σήμερα τον
μισούσε θανάσιμα θεωρώντας τον συνυπαίτιο- μερικούς μήνες όμως αργότερα η έντονη
μπόχα της σήψης ανάγκασε τους γείτονες να πηδήσουν τα μεγάλα μπεντένια του
άλλοτε ευτυχισμένου σπιτιού, να σπάσουν τη πόρτα και να βρουν τη Μαριώ νεκρή.
Να πέθανε
άραγε από φυσικά αίτια, να έδωσε από μόνη της τέλος στη ζωή της, αυτό μονάχα ο
Θεός κι η ίδια μπορούν να το γνωρίζουν, ουδείς άλλος… εκείνο πάντως που
ισχυρίζονται οι άνθρωποι ότι γνωρίζουν είναι πως από τότε μέχρι και σήμερα
ακόμα, στο συγκεκριμένο μέρος- γιατί το σπίτι βέβαια δεν υπάρχει πια μετά από
τόσους αιώνες- βλέπουν καμιά φορά να περιφέρεται το φάντασμα μιας γυναίκας να
περιφέρεται και να φωνάζει κλαίγοντας ένα αντρικό όνομα που παίρνουν όρκο πως
είναι το όνομα Μανούσος.
Είτε το βλέπουν στην πραγματικότητα όμως, είτε τέλος πάντων το φάντασμα
ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας κάποιων ιδιαίτερα ονειροπαρμένων, η ουσία είναι
πως η καημένη η Μαριώ, που στην αρχή η ζωή στάθηκε ιδιαίτερα ευνοϊκή μαζί της,
είχε ένα πολύ θλιβερό τέλος!
Γι’ αυτό ίσως και το πραγματικό νόημα
όλης ετούτης της ιστορίας να είναι πως πριν από κάθε πράξη μας πρέπει να
αναλογιζόμαστε τις συνέπειες που θα φέρει, και φυσικά όχι μόνο σ’ εμάς και
στους γύρω μας… γιατί βρε παιδιά, μας αρέσει δεν μας αρέσει, ο κόσμος δεν
πλάστηκε μόνο για εμάς, οπότε οφείλουμε δίκαια να τον μοιραζόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου