Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ο μπακλαβάς είναι το αρχαίο κρητικό γλυκό γάστριν, η πρώτη γλυκειά πίττα του κόσμου



Φαντάζομαι μια σκηνή,
Χαμένη στον χρόνο, χιλιάδες χρόνια, εκεί που γηγενείς κατοικούμε από πάντα δίχως εξαίρεση...


συγγραφέως και μάγειρα


Μια σκηνή που δείχνει…
 «Υλικό ιερό, ο Θεός με αυτό δημιούργησε ολάκερο κόσμο!
Πηλός το φυσικό υλικό που από εκείνη την στιγμή θα δίνει λύσεις και θα γίνει ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνικού πολιτισμού…
Στην σκηνή κοντά είναι και η γυναίκα, φαντάζεται αισιόδοξα το «αύριο» καλύτερο παρά τα τωρινά δύσκολα.
Η φύση γεννά τροφή, απλά σε καλεί να την ανακαλύψεις γρηγορότερα από τα άλλα ζωντανά.
Παρατηρεί τα άλλα ζώα να βρίσκουν κάτι ενδιαφέρον στο χώμα κάτι που τρώγετε - ενώ το παιδιά της κλαίνε από πείνα.
Δοκιμάζει κάθε τι και διαλέγει το ωφέλιμο, έτσι μαθαίνει τους σπόρους δημητριακών.
Τον καρπό! το θεϊκό σπυρί… τον συνθλίβει ανάμεσα στα δόντια και με το σάλιο της, γεννά από μέσα της το ζυμάρι ένα παιδί… πολλούς σπόρους, πολλοί άνθρωποι χορτάτοι και προσπαθεί με «δόντια και νύχια» να επιβιώσει, μέχρι να γυρίσουν τα αρσενικά, αυτή είχε ήδη καταλάβει τι θα κάνει αν αυτοί ήταν κακότυχοι ή κακόμοιροι.
Κάπως έτσι βούκα - βούκα χρόνια εκατοντάδες χρόνια… θα φτάσει να κρατήσει το πρώτο ζυμάρι στα χέρια της και το υψώνει με ευγνωμοσύνη στον ουρανό.
Με αυτό το αθώο όπλο στα χέρια θα κυριαρχήσει ειρηνικά σε όλο τον κόσμο.
Μετά πολλούς αιώνες… τρισεγγόνια και τρισεγγόνια ο Αρχέστρατος θα ονομάσει το επίτευγμα της να χειρίζεται την τροφή για να θρέψει το νου και το σώμα Γαστρονομία, και ελληνικό γαστρονομικό πολιτισμό.


Έχει πια όλα τα μέσα να πετύχει την μεταμόρφωση του για αυτούς τους σκοπούς. Τα αρσενικά - την ώρα που αυτή έφτιαχνε να τους ταΐσει - κτίσανε σπίτια δρόμους, οχυρά, αποθήκες, φτιάξανε σκεύη να φυλάσσουν και να μαγειρεύουν τρόφιμα, βρήκαν τρόπους να τα συντηρούν σε μέλι, σε αλάτι, σε λάδι, να τα αποξηραίνουν. Τρύγησαν μέλι από μελίσσια και σταφύλια απ’ αμπέλια, φτιάξανε κρασί, πήραν το γάλα από πρόβατα και κατσίκια κι φτιάξανε τυριά, γιαούρτια και κρέμες, την άγια ελιά, το λάδι, άλειφαν σώμα και μυαλό με τούτο.


Κάνανε σεβαστές συμφωνίες αλληλοβοήθειας και εξημερώθηκαν με άλλα ζωντανά χωράφια, εργαλεία, να οργώνουν και να θερίζουν, κοντά τους η Θεά Δήμητρα ένα μ’ αυτούς, σκυμμένη και αυτή στο χώμα, ίδρωνε τα σώματα τους να ποτίζουν τα φυτεμένα σιτηρά, σησάμι και άλλα. Γυναίκες με τα μανίκια σηκωμένα να δείχνουν τους μυς, τραγουδούσαν και πλάθανε ψωμιά βλογημένα στα σπιτικά που μοσχομύριζαν, και παξιμάδια για τους ναυτικούς που τα γύριζαν σε όλον τον κόσμο. Δίναν τον πολιτισμό τους απλόχερα και αντάλλασσαν ό,τι χρήσιμο, με γνώση, και σαν γύριζαν περιέγραφαν με την μοναδική γλώσσα τους τα πλούτη τους.
Φαντάζομαι παντού ελληνισμό, κυρές με ζυμάρια στα χέρια σε μέρη Πελασγικά, Κυκλαδικά, Μινωικά, Μακεδονικά, Μυκηναϊκά, Ιωνικά, Θρακιώτικα, Ηπειρώτικα… παντού σε κάθε τόπο, καθισμένες σιμά, να κοιτάνε μια μπάλλα ζύμη και να προβληματίζονται τώρα για το πως θα την μεταμορφώσουν από καθημερινή προσφορά σε ιδιαίτερη, να συμμετέχει κι αυτή… στις ιερές τελετές, στις γιορτές, στις λύπες, σε όλες τις ιδιαίτερες στιγμές της κοινωνικής ζωής μαζί με τους ανθρώπους.
Φαντάζονταν «μπορώ να σε κάμω ακόμα πιο βασιλική από Βασίλισσα»…
Με αυτό ξεπληρώνω το μεγάλο καλό που μου ΄κανες, να πατήσω στα δύο ποδάρια μου και να υψωθώ σαν άνθρωπος.
Αρχιτέκτονάς, τεχνίτης μάγειρας πια, γλύπτης, αγγειοπλάστης, σμιλευτής, ζαχαροπλάστης, δημιουργεί στο εργαστήριο την «κοιμωμένη» σαν τον Χαλεπά, το ζυμαρένιο φύλλο. Η θηλυκή ζύμη γέννησε το φύλλο και αυτό ξανά θα γεννά και θα γεννά δημιουργία, τάματα.
Ύστερα φαντάζεται να την κάνει ομορφότερη να της δώσει νόημα, να την στολίσει με πολλά καλά σαν φλουριά και φυλαχτά… κι έτρεξε στην αποθήκη, έφερε… μέλι, ξερά φρούτα, λάδι, κρασί, σησάμι και ξερά φουντούκια, καρύδια, αμύγδαλα, πιπέρι, ούλα τα καλά του κόσμου, μετά τα έκαμε ένα μείγμα μαζί… στράφηκε σε αυτήν…
Φαντάζεσαι «ούλα για σε Κυρά μου να σε γεύονται στον αιώνα τον άπαντα και να σε θαυμάζουν…» της είπε και τις τ’ άπλωσε σε όλο το στήθος…
Ένα τέτοιο γεμάτο φύλλο και ξανά ακόμα ένα από πάνω και στο τέλος την σκέπασε με ένα τρίτο αγέμιστο φύλλο, και τέλος πριν την σταυροκοπήσει… την πασπάλισε από πάνω σησάμι να μην την ματιάζουν οι ζουλιάρηδες γείτονες και την έβαλε, σαν πως έκανε ο Άντρας τον πηλό, κι αυτή να την ψήσει.
Μόλις ροδοκοκκίνισε και μοσχομύρισε τον κόσμο ούλο οι ευωδιές της… την κοίταξε υπερήφανα.
Φαντάζομαι «Γάστριν θα σε πω Κυρά μου, λεχώνα γκαστρωμένη, με καρπούς της γης»…
Αυτά έκαναν οι προγιαγιάδες μας πριν 5.500 χιλιάδες χρόνια, στην Κρήτη ή αλλού στην Ελλάδα, το γλυκό Γάστριν, την πρώτη γλυκιά πίττα του Κόσμου.
Για αυτό το γλυκό είπε ο Χρύσιππος ο στωικός φιλόσοφος (που παραδόθηκε από το πολύ γέλιο) και μετά ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» (σαν να σκέφτηκε… Στα πουλιά αρέσουν τα σύκα, αλλά δεν μπορούν κι θέλουν να τα φυτεύουν, και απλά τα αντιγράφουν» στην συνέχεια υπήρξαν πολλοί που το ύμνησαν, όπως νεαροί Κρήτες σε Γυμνάσιο οι οποίοι αναπαράγανε το αυθεντικό Γάστριν, και γίνανε η αιτία να ξεθαφτεί από την αφάνεια.
Μπορεί να μας φαίνεται τόσο απλό αλλά είναι πραγματικά επίτευγμα και απαρχή μιας μεγάλης Γαστρονομικής ιστορίας και πολιτισμού των Ελλήνων. Το ζυμάρι είναι ένα αναπόσπαστο συστατικό του πολιτισμού μας. Γι’ αυτό σαν θέλετε να το φτιάξετε, φτιάξτε το πρώτα ακριβώς αυθεντικά σαν τον τρόπο που σας κληροδότησε η γιαγιά σας με μόνο πρόσθετο την καρδιά σας.
Ναι μωρέ!! Γάστριν! Και την σήκωσε με τα χέρια ψηλά στον ουρανό…
Και τώρα είπε στα ελληνικά…
Ευλογημένη να ‘σαι γη, ευλογημένοι κι εσείς προγονοί μας


ΠΗΓΗ: «ΟΙΚΟΣ», κοινωνία φίλων για την προβολή της παραδοσιακής ελληνικής γαστρονομίας και εν γένει του πολιτισμού, για το ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.8.2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κεντρική αγορά... κάποτε...Εικόνες

Ας δούμε σε δυο φωτογραφίες πως ήταν η κεντρική αγορά της πόλης μας κάποτε...το έχουμε ξαναδει βέβαια ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ   και ΕΔΩ και ΕΔΩ -αν θέλετ...